Ψυχιατρική Πράξη: Μύθοι και Αλήθειες


Ψυχιατρική Πράξη: Κατά την άσκηση της ψυχιατρικής στα πλαίσια ενός ιατρείου, συναντάμε πολύ συχνά ορισμένες παγιωμένες απόψεις, προκαταλήψεις ή – θα τολμούσα να πω- και μύθους, γύρω από τα όσα ισχύουν σχετικά με τις θεραπευτικές επιλογές που παρέχει η επιστήμη αυτή. Στη συνέχεια θα παραθέσω και θα επιχειρήσω να ανατρέψω ή έστω να αναλύσω ορισμένους από τους μύθους αυτούς, ίσως τους πιο συχνούς που έχω συναντήσει τουλάχιστον εγώ.

Μύθοι γύρω από την ψυχιατρική

«Για κάθε πρόβλημα υπάρχει μια ψυχιατρική διάγνωση, η οποία είναι απαραίτητη.»

Η άποψη αυτή κυριαρχεί κυρίως ανάμεσα σε νέους προσερχόμενους, οι οποίοι αποζητούν εναγωνίως μία διάγνωση όσον αφορά στα προβλήματα που μας περιγράφουν.

Παρά την εξέλιξη των ταξινομικών συστημάτων των ψυχικών ασθενειών, η ψυχιατρική διαγνωστική εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τα προβλήματα της υποκειμενικότητας, της επικάλυψης, καθώς και της αδυναμίας ετικετοποίησης κάθε προβλήματος του προσερχομένου.

Πολλές ψυχιατρικές παθήσεις αλληλοεπικαλύπτονται, π.χ. ο αγχώδης μπορεί να έχει και καταθλιπτικά στοιχεία ενώ ο καταθλιπτικός ασθενής, είναι συχνά και αγχώδης. Το φαινόμενο αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η ψυχιατρική διάγνωση βασίζεται πρωτίστως στην παρατήρηση, καθιστά πολλές φορές ανέφικτη ή έστω παρακινδυνευμένη την τοποθέτηση του ψυχιάτρου ως προς τη διάγνωση, κατά το ξεκίνημα της θεραπευτικής διαδικασίας.

Το 1972, ο Αμερικανός καθηγητής ψυχολογίας David Rosenhan διεξήγαγε ένα πείραμα για την εγκυρότητα της ψυχιατρικής διάγνωσης, αποδεικνύοντας πως απόλυτα υγιείς μπορούν να εκληφθούν ως ψυχικά ασθενείς και αμφισβητώντας έτσι την εγκυρότητα της ψυχιατρικής διάγνωσης, προτρέποντας τους συναδέλφους του να είναι πιο φειδωλοί ως προς τις τοποθετήσεις τους.

Τέλος, η εξάλειψη του στίγματος όσον αφορά στην αναζήτηση ψυχιάτρου, φέρνει συχνά στα ψυχιατρικά ιατρεία, ανθρώπους με καθημερινά προβλήματα, οι οποίοι αναζητούν μεν μία καθοδήγηση, δεn φέρουν με τίποτα όμως την ψυχοπαθολογία μίας ψυχιατρικής διάγνωσης.

«Η απαρίθμηση ορισμένων συμπτωμάτων ισοδυναμεί με τη διάγνωση.»

Το πρόβλημα αυτό αφορά σχεδόν εξολοκλήρου τις νεότερες γενιές, οι οποίες προσέρχονται στα ιατρεία σαφώς επηρεασμένες από τις πληροφορίες του διαδικτύου και πολύ συχνά με «έτοιμη» τη διάγνωση, αναζητώντας μόνο την επιβεβαίωση του ειδικού. Μάλιστα, κατά διαστήματα, υπάρχουν συγκεκριμένες «μόδες» ως προς τη διάγνωση, οι οποίες προέρχονται προφανώς από την υπερπληθώρα πληροφοριών που παρέχονται μέσω του διαδικτύου, όπως συμβαίνει στην παρούσα φάση με τη διάγνωση της οριακής διαταραχής προσωπικότητας.

Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, αυτό δεν ισχύει. Π.χ. οι συναισθηματική αστάθεια μπορεί να εμφανίζεται σε οριακή διαταραχή προσωπικότητας, κυκλοθυμία, διπολική διαταραχή, ΔΕΠΥ ή και να είναι απόλυτα φυσιολογική.

Ο Αμερικανός ψυχίατρος Karl Menninger πρότεινε να καταργηθούν πλήρως οι ψυχιατρικές διαγνώσεις, θεωρώντας ότι είναι πλήρως ακατάλληλες για να περιγράψουν τα προβλήματα των ασθενών.

«Τα αντικαταθλιπτικά θα κουκουλώσουν απλά το πρόβλημα.»

Τα αντικαταθλιπτικά επιδρούν στη βιοχημική βάση της κατάθλιψης ή του άγχους, αποκαθιστώντας τη λειτουργία των υποδοχέων των νευροδιαβιβαστών, στα πρότερα φυσιολογικά επίπεδα.

Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε δεν πρόκειται να αλλάξει μέσω αυτής της δράσης αλλά ενδέχεται να αλλάξει ο τρόπος θεώρησης αυτού. Κατά τη διάρκεια λήψης μίας αγωγής, καλούμαστε να επικεντρωθούμε τόσο στις αιτίες όσο και στους τρόπους αντιμετώπισης των προβλημάτων μας και η κατάκτηση των γνώσεων αυτών, θα είναι κτήμα μας ακόμη και μετά τη διακοπή των αντικαταθλιπτικών.

Ο ρόλος τους λοιπόν δεν είναι να κουκουλώσουν το πρόβλημα αλλά να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση αυτού, όταν η βαρύτητα των συμπτωμάτων δεν μας επιτρέπει να επικεντρωθούμε σε κάτι άλλο και να σκεφτούμε καθαρά.

«Τα αντικαταθλιπτικά είναι εξαρτησιογόνα και θα πρέπει να τα παίρνω για μία ζωή.»

Η εξάρτηση στην ψυχιατρική ορίζεται με βάση τη συμπεριφορά αναζήτησης της ουσίας (craving), το στερητικό σύνδρομο και ανάπτυξη ανοχής με άμεσο επακόλουθο την ανάγκη αύξησης της δοσολογίας προκειμένου να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. Τα δεδομένα αυτά δεν ισχύουν για τα αντικαταθλιπτικά, οπότε και δεν στοιχειοθετείται ζήτημα εξάρτησης.

Πολλοί ασθενείς καταλήγουν στο συμπέρασμα αυτό λόγω υποτροπής της συμπτωματολογίας μετά τη διακοπή λήψης της φαρμακευτικής αγωγής. Οι συχνότεροι λόγοι για το πρόβλημα αυτό είναι η πρόωρη διακοπή της αγωγής, η ύπαρξη χρόνιας υποτροπιάζουσας νόσου ή το γεγονός ότι ο ασθενείς δε «δούλεψε» με κάποιον άλλο τρόπο όσο λάμβανε την αγωγή.

Στο ιατρείο χρησιμοποιώ συχνά το παράδειγμα ενός ασθενή που καλείται να λάβει αγωγή με αντιυπερτασικό ή αντιλιπιδαιμικό φάρμακο, με την παράλληλη σύσταση να αλλάξει διατροφή, να χάσει βάρος και να ξεκινήσει σωματική άσκηση.

Σε περίπτωση που δεν κάνει τίποτα από τα ανωτέρω, θα αναγκαστεί να λαμβάνει συνεχώς τη φαρμακευτική αγωγή χωρίς το γεγονός αυτό να καθιστά τα φάρμακα εξαρτησιογόνα. Αντίστοιχα, κατά τη διάρκεια λήψης της αντικαταθλιπτικής αγωγής, ο ασθενής καλείται να δουλέψει με τον εαυτό του, προσπαθώντας να εντοπίσει τα αίτια του προβλήματος αλλά και εναλλακτικούς τρόπους αντιμετώπισης, ώστε να έχει στα χέρια του τα όπλα που χρειάζεται προκειμένου να διακόψει την αγωγή.

«Θα είναι πολύ δύσκολο να διακόψω τα αντικαταθλιπτικά.»

Σε γενικές γραμμές, η διαδικασία διακοπής των αντικαταθλιπτικών είναι πολύ απλή και ήπια, ειδικά όταν γίνεται σταδιακά ως προς τη μείωση της δοσολογίας των φαρμάκων.

Παρόλα αυτά, περίπου 20% των ασθενών ενδέχεται να εμφανίσουν το λεγόμενο σύνδρομο απόσυρσης κατά τη διακοπή των αντικαταθλιπτικών. Πρόκειται για συμπτώματα που συμπεριλαμβάνουν κυρίως ναυτία, ζάλη, κεφαλαλγίες, διαταραχές του ύπνου και τρόμο, διαρκούν περίπου 2 εβδομάδες και εξαφανίζονται αν ξαναρχίσει κανείς την αντικαταθλιπτική αγωγή. Το σύνδρομο αυτό είναι συχνό κυρίως σε φάρμακα που έχουν μικρό χρόνο ημίσειας ζωής στο αίμα μας, όπως η βενλαφαξίνη ή η παροξετίνη.

Στην περίπτωση αυτή, οι ασθενείς οφείλουν να συμβουλευτούν άμεσα το γιατρό τους, καθότι υπάρχουν λύσεις για την ομαλή αντιμετώπιση του συνδρόμου.

«Η ψυχοθεραπεία είναι λύση για όλα τα προβλήματα.»

Τα τελευταία χρόνια, μαζί με τη σταδιακή αποδόμηση του στίγματος περί αναζήτησης ψυχιατρικής βοήθειας, άρχισε να εδραιώνεται και η ψυχοθεραπεία ως τρόπος επίλυσης προβλημάτων, αυτοεξέλιξης, ως αναγκαιότητα αλλά και ως μόδα.

Κατά τη διάρκεια της ψυχιατρικής πράξης, ο θεραπευτής έρχεται συχνά αντιμέτωπος με ανησυχίες ως προς τα όρια ή και την ανεπάρκεια της θεραπευτικής διαδικασίας, η οποία σίγουρα και δεν αποτελεί πάντα τον τρόπο «ίασης».

Ο Thomas Szasz, μάλιστα, Αμερικανός ψυχίατρος και ψυχαναλυτής ουγγρικής καταγωγής, γνωστός για τις έντονα επικριτικές απόψεις του ενάντια στις πρακτικές και τις θεωρητικές κατασκευές της ακαδημαϊκής-θεσμικής ψυχιατρικής, ανέφερε πως η ψυχοθεραπεία δε δύναται να βοηθήσει τους ανθρώπους να ανακάμψουν από την ασθένεια αλλά μπορεί να τους βοηθήσει να μάθουν πράγματα για τον εαυτό τους, τους άλλους και τη ζωή.

Υπάρχουν ποικίλοι λόγοι για τους οποίους η ψυχοθεραπεία ενδέχεται να μη βοηθήσει, ορισμένοι από τους οποίους είναι οι εξής: θεραπευτική τεχνική που δεν «ταιριάζει» στο θεραπευόμενο και το πρόβλημά του, έλλειψη επικοινωνιακής χημείας και κατ΄ επέκταση καλής θεραπευτικής σχέσης ανάμεσα στο θεραπευτή και στο θεραπευόμενο, ανειλικρινής στάση του θεραπευομένου, έλλειψη θέλησης από την πλευρά του θεραπευομένου όσον αφορά στην αλλαγή.

Το τελευταίο αυτό πρόβλημα πολλές φορές διαφαίνεται εξαρχής, με την έννοια ότι ορισμένοι προσερχόμενοι επιθυμούν να επενδύσουν στην ψυχοθεραπευτική βοήθεια, για ένα πρόβλημα το οποίο απαιτεί ξεκάθαρα πρωτίστως προσωπική δουλειά.

«Ο ψυχοθεραπευτής θα βρει τη λύση για τα προβλήματά μου.»

Η εσφαλμένη αυτή εντύπωση σχετίζεται άρρηκτα με την παραπάνω αναφερόμενη έλλειψη διάθεσης για αλλαγή.

Η ψυχοθεραπεία καλείται να γίνει ουσιαστικά ο δρόμος, μέσα από τον οποίο ο καθένας θα βρει μόνος του τις απαντήσεις που ψάχνει και εκείνες που ταιριάζουν στον ίδιο.

Το αίτημα του θεραπευομένου εξάλλου διαφέρει πολλές φορές από εκείνο του θεραπευτή και ο ρόλος του δεύτερου δεν είναι να κατευθύνει και να βρει λύσεις αλλά να φωτίσει διάφορες πτυχές της ζωής, που παραμένουν σκοτεινές λόγω κάποιου προβλήματός μας.

Η επιθυμία του θεραπευομένου να φέρνει στη συνεδρία μόνο τα προβλήματα χωρίς να προβληματίζεται για τις λύσεις, να ρωτάει πάντα κατευθυντικά και εν τέλει να περιμένει το μαγικό χέρι του θεραπευτή, σαν έναν άλλο από μηχανής Θεό, αποτελούν τροχοπέδη στη θεραπευτική διαδικασία και μια μεγάλη παρανόηση για το νόημα αυτής.

«Το να μιλάω σε έναν επαγγελματία ψυχικής υγείας είναι ψυχοθεραπεία.»

Η εξοικείωση των ανθρώπων με τον όρο της ψυχοθεραπείας ήρθε μαζί με μία παρανόηση ως προς το νόημα αυτής.

Καταρχάς, στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι υπάρχουν πάρα πολλές ψυχοθεραπευτικές μέθοδοι και τεχνικές, όπως η ψυχαναλυτική- ψυχοδυναμική, η γνωστικοσυμπεριφορική, η συστημική, η Gestalt, η συμβουλευτική, η θεραπεία σχημάτων και πολλές άλλες. Κάθε μία από τις τεχνικές αυτές έχει ένα άλλο πλαίσιο λειτουργίας, άλλο στόχο και απευθύνεται πολλές φορές σε διαφορετικούς θεραπευόμενους, οι οποίοι θα μπορούσαν να επωφεληθούν από αυτές.

Για παράδειγμα, οι ψυχαναλυτικές και ψυχοδυναμικές τεχνικές, οι οποίες βασίζονται στη δημιουργία θεραπευτικής σχέσης, στη διερεύνηση παρελθοντικών συμβάντων και στη δημιουργία συνδέσεων και συνειρμών του θεραπευομένου ως προς τα παρόντα προβλήματά του, είχε πάντα ένα αυστηρό σχετικά πλαίσιο «λειτουργίας».

Το πλαίσιο αυτό συμπεριελάμβανε συνεδρίες συχνότερα από μία φορά την εβδομάδα και μία πολύ σαφώς οριοθετημένη σχέση θεραπευτή- θεραπευομένου. Η προσαρμογή στις σημερινές συνθήκες, έχει χαλαρώσει το πλαίσιο αυτό χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ορισμένα προαπαιτούμενα ως προς τη συχνότητα π.χ. των συνεδριών, προκειμένου να λειτουργήσει η ψυχοθεραπευτική διαδικασία.

Το ίδιο ισχύει και για τις εξ αποστάσεως συνεδρίες, κατά τις οποίες ο θεραπευόμενος δεν φροντίζει να διασφαλίσει ένα πλαίσιο θεραπείας αλλά αφήνεται και παρασύρεται από την άνεση του σπιτιού και των συνηθειών του. Η συνθήκη αυτή παρεμποδίζει την ανάδυση ασυνείδητων σκέψεων και νοητικών διεργασιών και αφήνει πάντα τη θεραπεία σε ένα πιο επιφανειακό επίπεδο.

Είναι καλό, στα πλαίσια αυτά, όταν συμβουλευόμαστε έναν επαγγελματία ψυχικής υγείας, να εστιάζουμε στη γνώμη του ως προς το κατά πόσον θα μας «ταίριαζε» ή όχι μία θεραπευτική διαδικασία, ποιο πλαίσιο και ποια συχνότητα θα απαιτούνταν και αναλόγως να αποφασίσουμε πώς προχωράμε, με μέλημα πάντα την προαγωγή της δικής μας ψυχικής υγείας.

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ