Δικηγόρος εξηγεί: “Έχετε δικαίωμα αγωγής αποζημίωσης κατά διαχειριστών εταιρείας της Αττικής Οδού”


Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης (Δικηγόρος Αθηνών – Συνταγματολόγος – Νομικός συνεργάτης Οικουμενικού Πατριαρχείου για την Ελλάδα – Συνήγορος Αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος στην Ελλάδα – Δ.Σ. Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης Δήμου Αθηναίων – Δ.Σ. ιδρύματος Μπότσαρη- νομικός σύμβουλος Βορειοηπειρωτών Ελλάδος)

Συμπολίτες μας, παρέμειναν εγκλωβισμένοι στην Αττική οδό, για πολλές ώρες, ενώ θα έπρεπε να είναι κλειστή καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, εξαιτίας των ακραίων καιρικών φαινομένων, που είχε ανακοινώσει δημόσια προ ημερών, η εθνική μετεωρολογική υπηρεσία.

Έτσι, ο διαχειριστής της Αττικής οδού, ευθύνεται για παρακώλυση συγκοινωνιών (292 Ποινικού Κώδικα) και για διατάραξη ασφαλειας των συγκοινωνιών (290 ΠΚ), αδικήματα για τα οποία αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος (δηλαδή θα έπρεπε να έχει προβλέψει το αποτέλεσμα, αφού υπήρχαν προειδοποιήσεις της Εθνικής μετεωρολογικής υπηρεσίας για ακραία καιρικά φαινόμενα).

Θα έπρεπε να έχει προβλέψει το αποτέλεσμα, από το οποίο κινδύνεψαν ανθρώπινες ζωές (εάν κάποιος εγκλωβισμένος έπρεπε να κάνει αιμοκάθαρση ή έπασχε από βαρύ καρδιακό νόσημα ή από βαριά ασθένεια και θα έπρεπε να λάβει φάρμακο).

Δεν κινδύνεψαν αυτοκίνητα, αλλά άνθρωποι. Οποιοσδήποτε υπέστη αυτή την πολύωρη ταλαιπωρία εγκλωβισμού, χωρίς δική του ευθύνη, δικαιούται να καταθέσει αγωγή αποζημίωσης κατά του διαχειριστή της εταιρείας και να διεκδικήσει την χρηματική ικανοποίηση του, κυρίως για ψυχική οδύνη.

Το γεγονός ότι βρισκόταν εντός της Αττικής οδού, μπορεί να αποδειχθεί με μάρτυρες ή με φωτογραφίες ή με το αποδεικτικό του αντιτίμου των διοδίων. Η ψυχική οδύνη για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα, είναι απροσδιόριστη και ξεκινά από πέντε χιλιάδες ευρώ, μέχρι υπέρογκα χρηματικά ποσά. Η απαίτηση παραγράφεται σε πέντε έτη.

Στην ψυχική οδύνη, θα μπορούσε κάποιος να προσθέσει τυχόν ζημία από διαφυγοντα κέρδη, ως εργάσιμη ημέρα (καθώς η γενική αργία αφορά τις επόμενες ημέρες) ή επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του ( πχ εάν έπρεπε να λάβει φάρμακο ή να προβεί σε αιμοκάθαρση και ο εγκλωβισμός τον εμπόδισε, χωρίς την θέληση του).

Πρόκειται για μιας μορφής ζημία η οποία είναι “άυλη”, συναισθηματική, εσωτερική και όχι αποτιμητή απευθείας σε χρήμα. Σε περίπτωση μιας “αδικοπραξίας” κατά τον Αστικό Κώδικα και ειδικούς αστικούς νόμους (π.χ. Ν. 2251/1994, ΓΚΠΔ, 146/1914) μπορεί να επιδικαστεί από το δικαστήριο όχι μόνο αποζημίωση για την μείωση της περιουσίας ενός προσώπου (π.χ. απώλεια εισοδημάτων από ατύχημα, καταστροφή πράγματος, δαπάνες για την επιδιόρθωση κτλ), αλλά και “χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση ηθικής βλάβης”.

Κατά το άρθρο 932 ΑΚ (Ικανοποίηση της ηθικής βλάβης), σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας τοι ή στερήθηκε την ελευθερία του.

Αντίθετα, κατά το ίδιο ως άνω άρθρο, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης.

Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποιήσεως, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών.

Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται, κατ` αρχήν, σε αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 § 1 ΚΠολΔ), χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου, για έλλειψη νόμιμης βάσης.

Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του ποσού που επιδικάζεται, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος, υπό την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, πράγμα που, αν συμβαίνει, ελέγχεται ως παραβίαση της πιο πάνω γενικής νομικής αρχής, ήτοι ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 10/2017, 9/2015).

Και τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον δικαιούχο – παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (ΑΠ 1863/2017, ΑΠ 747/2017).

Το άρθρο 937 ΑΚ ορίζει: “Η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση, σε κάθε όμως περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. Αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης”.

Κατ’ άρθρο 298 ΑΚ η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος, εκείνο δηλαδή που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Το διαφυγόν κέρδος είναι η αποθετική ζημία της περιουσίας του ζημιωθέντος, η οποία εισέρχεται, με την παρακώλυση απόκτησης ενός αγαθού, το οποίο με πιθανότητα αναμενόταν προς επαύξηση της περιουσίας του ζημιωθέντος.

Η αντιμετώπιση ενός ατόμου που επιδεινώθηκε η κατάσταση της υγείας του , εξαιτίας ενός γεγονότος (πχ εγκλωβισμένος πολλές ώρες, χωρίς την απαραίτητη λήψη φαρμάκων, με ευθύνη άλλου προσώπου), η οποία ρυθμίζεται στο άρθρο 931 ΑΚ, αποτέλεσε ένα από τα πιο δυσερμήνευτα θέματα στην ελληνική νομική επιστήμη και νομολογία. Κατά την απολύτως κρατούσα γνώμη στη νομολογία, ο παθών που υπέστη επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του, αποζημιώνεται μέσω της αυτοτελούς αξίωσης της 931 ΑΚ με ένα εφάπαξ καταβαλλόμενο εύλογο χρηματικό ποσό, που λειτουργεί ως περιουσιακή αποζημίωση, ακριβώς λόγω της πιθανούς, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, αρνητικής επίδρασης που θα έχει η επιδείνωση της υγείας του, στο οικονομικό, επαγγελματικό και κοινωνικό του μέλλον, περιουσιακή αποζημίωση που αντιστοιχεί σε μέλλουσα αποθετική ζημία του, μη δυνάμενη να προσδιορισθεί επακριβώς εκ των προτέρων και σε κάθε περίπτωση μη δυνάμενη να αποδειχθεί.                                         

Ο ανάδοχος του συγκεκριμένου δρόμου, ευθύνεται με ενδεχόμενο δόλο, αφού γνώριζε εδώ και μία εβδομάδα (με βάση τις δημόσιες ανακοινώσεις της Εθνικής μετεωρολογικής υπηρεσίας και του υπουργείου) για τα ακραία καιρικά φαινόμενα. 

Ενδεχόμενος δόλος: χαρακτηρίζεται η πρόθεση του δράστη όταν αυτός προβλέπει το ενδεχόμενο αποτέλεσμα της πράξης του, δεν το επιδιώκει αλλά το αποδέχεται ή ελπίζει απλώς ότι δε θα συμβεί.

Ο ενδεχόμενος δόλος είναι το πιο δύσκολο είδος δόλου να οριστεί και να διακριθεί από την αμέλεια. Ο ενδεχόμενος δόλος σημαίνει ότι ο δράστης προέβλεψε το ενδεχόμενο αποτέλεσμα.


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ