Η ασθένεια της προτεσταντικής ηθικής ή περί συμφωνίας και διαφωνίας


Με όλα αυτά που γίνονται στις ημέρες μας με αφορμή το σχέδιο συμφωνίας Εκκλησίας – Πολιτείας ακούγονται πολλά, λέγονται πολλά, γράφονται πολλά.

Δεν είμαι αρμόδιος να παρουσιάσω το θέμα αυτό στις επί μερους πλευρές του με την ανάδειξη της προβληματικής των διαφόρων σημείων.

Η Ιεραρχία, πολύ σοφά, απεφάσισε όλα τα επί μέρους ζητήματα να επιλυθούν με το διάλογο που θα ακολουθήσει με την Πολιτεία και με μια φωνή δεν αποδέχθηκε την προτεινόμενη αλλαγή στη μισθοδοσία του εφημεριακού κλήρου πού είναι η σπονδυλική στήλη της Εκκλησίας.

Ο τρόπος όμως με τον οποίο προβάλλεται ή χρησιμοποιείται ή αντιμετωπίζεται αυτό το σχέδιο συμφωνίας ή και οι επί μέρους συμφωνίες ή διαφωνίες επ’ αυτού, δημιουργούν μέσα μου συναισθήματα, σκέψεις και ερωτήματα, αφού καλλιεργείται ένα κλίμα μέσα στο οποίο οποιαδήποτε άποψη και να διατυπώνεις απολογείσαι ή κατηγορείσαι.

Η καλή προαίρεση, η ειλικρίνεια, η πραότητα, η ευγένεια, ο εποικοδομητικός διάλογος, το ήθος, η διάθεση καταλλαγής, ακόμη και η έντονη διαφωνία, φαίνεται να δίνουν τη θέση τους στην καχυποψία, την απόρριψη και την εύκολη κριτική. Ποιος άραγε σή-μερα δεν αισθάνεται ότι το κλίμα είναι βαρύ και νοσηρό;

Έτσι τουλάχιστον φαινομενολογικά φθάσαμε στο σημείο:

• η συμφωνία ή η διαφωνία να θεωρείται έλλειψη ορθοδόξου φρονή-ματος και ήθους,

• η συμφωνία ή η διαφωνία να θεωρείται αντιπολίτευση,

• η συμφωνία ή η διαφωνία να θεωρείται αντιπαλότητα,

• η συμφωνία ή η διαφωνία να θεωρείται σκοπιμότητα,

• η συμφωνία ή η διαφωνία να θεωρείται έλλειψη σεβασμού,

• η συμφωνία ή η διαφωνία να θεωρείται εξουσιαστική διάθεση,

• η συμφωνία ή η διαφωνία να καλλιεργεί το «εμείς» και οι «άλλοι»,

• η συμφωνία ή η διαφωνία να θεωρείται εχθρική διάθεση,

• η συμφωνία ή η διαφωνία να θεωρείται ότι εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες.

Πώς έγιναν τα πράγματα τόσο «σύνθετα» και επιτηδευμένα!

Κι όμως! Ξεχνἀμε τα απλά πράγματα. Οι διαφωνίες και οι συμφωνίες είναι ευλογία, είναι ο αγώνας του ανθρώπου να αληθεύει με αγάπη, είναι αξιοπρέπεια, εντιμότητα, παρρησία, πνευματική ανδρεία, διαχείριση των θεμάτων της Εκκλησίας με ήθος, φρόνημα και σύνεση, είτε κατά μόνας είτε ενώπιον συμπάσης της Εκκλησίας.

Και αυτά απαιτούν πνευματικό αγώνα, θυσία και αίμα, προσευχή και φώτιση της διάνοιας. Είναι οδός πόνου και αίματος.

Δεν είναι εργαλεία αυτοϊκανοποίησης και μεγαλοϊδεατισμού, ούτε εργαλεία επίδειξης ανθρώπινης δύναμης και ισχύος.

Μια τέτοια νοοτροπία καταδεικνύει απλά την ανεπάρκεια και μετριότητα εκείνων πού με τις ενέργειές τους περιπλέκουν και εμπλέκουν τα πράγματα με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Όταν ο καθένας μας, κάνοντας τον σταυρό του, έχει εισέλθει στην εσωτερική του πορεία για αυτογνωσία και αυτοσυνειδησία φυσιολογικά δεν θα έχει τουλάχιστον τον χρόνο, για να προστρέξει και να αδικήσει τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο.

Για εκείνους δε που είναι εγγύτερα στον Μακαριώτατο υπάρχει ένα ευλογημένο πλεονέκτημα: η λέξη «ευεργέτης» θα πρέπει να τους δώσει το έναυσμα για να επανεκτιμήσουν το ρόλο και τη θέση τους, τη στάση και την παρουσία τους, το λόγο που αρθρώνουν και τις ενέργειές τους. Με δυό λόγια να ξανασκεφθούν τι είναι Εκκλησία!

Τι σημαίνει σχέση και κοινωνία προσώπων! Και αυτό το λέγω από την προσωπική μου εμπειρία στη συνεργασία μου και με τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο και τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο.

Διότι έζησα και (με) τους δύο. Διότι και οι δύο είναι ευεργέτες μου. Και κοντά τους έμαθα να διακονώ την Εκκλησία και να ανήκω στην Εκκλησία.

Όταν ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος με εκάλεσε κοντά του για συνεργασία, επειδή ήδη διακονούσα στην Ιερά Σύνοδο από την εποχή του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, ερώτησα τότε τον Δεσπότη και Γέροντά μου, νυν Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, και εκείνος μου είπε: «Να σταθείς δίπλα του και να τον βοηθήσεις, γιατί αυτό επιβάλλει το ήθος της Εκκλησίας».

Και η απάντησή μου στον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο ήταν: «Σας ευχαριστώ, Μακαριώτατε, για την εμπιστοσύνη και την τιμή. Θα εργασθὠ για την Εκκλησία εν υπακοή προς το πρόσωπό σας. Αλλά παρακαλώ να γνωρίζετε ότι άλλο είναι ευγνώμων ή αχάριστος, και άλλο είναι συμφωνώ ή διαφωνώ μαζί σας. Και αυτό σημαίνει ότι δεν θα πουλήσω ποτέ ούτε εσάς ούτε τον Γέροντά μου. Γιατί, όταν ανήκεις στην Εκκλησία δεν πουλάς κανέναν. Προτιμώ να με πετάξετε έξω και να μου κλείσετε την πόρτα, αλλά θα σας λέγω πάντοτε την αλήθεια για ό,τι με ρω-τάτε».

Αυτά κατέθεσα και ενώπιον συμπάσης της Εκκλησίας κατά την ημέρα της εις Επίσκοπον χειροτονίας μου, όταν συλλειτούργησαν οι δύο Αρχιεπίσκοποι.

Και υπήρξαν ανθρωπίνως στιγμές συμφωνίας και χαράς, αλλά και στιγμές διαφωνίας που γεννούσαν λύπη.

Όταν, το 2003, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος επισκέφθηκε τη Ζάκυνθο για τους εορτασμούς του Αγίου Διονυσίου, ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος δεν μου έδωσε ευλογία να πάω.

Οι επικαιρικές εκ-κλησιαστικές δυσχέρειες είχαν καλλιεργήσει αρνητικό κλίμα. Παρ’ όλα αυτά εγώ έλαβα την απόφαση να πάω και του εξήγησα ότι υπάρχει ο Άγιος και η ευλογία του και αυτό ήταν το μοναδικό κριτήριο για τη συμμετοχή μου. Και ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος μετά από λίγο χρόνο, αν και θύμωσε αρχικά, το δέχθηκε.

Όταν επεβλήθη στον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο το επιτίμιο της ακοινωνησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, την Κυριακή 4 Μαῒου 2004 λειτούργησα μαζί του στον Καθεδρικό Ναό Αθηνών μαζί με τον μακαριστό Μητροπολίτη Ευρίπου Βασίλειο (μόνο οι δυό μας), για να υποστώ και πάλι μετά τη βάσανο της πολύ σκληρής κρίσης εκείνων που δεν συμφωνούσαν.

Τότε και πάλι ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, ως Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας, είδε το γεγονός με αγἀπη και κατανόηση. Αυτό το ήθος με εδίδαξε ο Μακαριώτατος Ιερώνυμος.

Όλα αυτά τα χρόνια της ταπεινής διακονίας μου στην Ιερά Σύνοδο, 24 ολόκληρα χρόνια με τη χάρη του Θεού, κοντά στον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο και στον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, κράτησα διακριτές αποστάσεις από την εκκλησιαστική ηγεσία.

Σπάνιες αν όχι σπανιότατες οι επισκέ-ψεις μου στην Ιερά Αρχιεπισκοπή και τότε και σήμερα. Προσπαθούσα και προσπαθώ να επιτελώ τα καθήκοντα μου με διάκριση και ησυχία.

Να μην ανακατεύομαι σε ξένα χωράφια. Να μην ομιλώ. Να μην εμπλέκομαι. Να μη σχολιάζω. Nα μη λέγω ποτέ κακό για αδελφό. Να έχω καλή προαίρεση.

Διδάχθηκα από το σπίτι μου να είμαι ευγενής, αυθόρμητος, απλός, και αγω-νίζομαι εσωτερικά να έχω μια καρδιακή ευρυχωρία, για να χωρούν οι αδελφοί μου και να είναι οι ημέρες της διοικήσεως και της ανατεθείσης μοι διακονίας ευλογημένες και ειρηνικές.

Ο πνευματικός μου, μακαριστός πατήρ Φιλάρετος Αντύπας, με εδίδαξε να έχω πάντοτε αγαθούς λογισμούς για τους αδελφούς μου. Δεν τα καταφέρνω πάντοτε, γιατί είμαι ατελής και αδύναμος άνθρωπος, αλλά προσπαθώ και παρακαλώ τους αδελφούς μου να με έχουν στην προσευχή τους.

Σπάνια έχω εκφρασθεί και έχω καταθέσει απόψεις μου δημόσια. Γνωρίζουμε όλοι καλά ότι ζούμε σε ένα χώρο που κάποιοι, όπως συμβαίνει και αλλού, μπορεί να επιβάλλονται με την απαίτηση, την αγένεια, την αδιακρισία, την παραπληροφόρηση, την κρίση και κατάκριση, την κολακεία, το θόρυβο, τη δύναμη άλλων.

Ανθρωπίνως όμως και ο γράφων έχει δικαίωμα να ομιλήσει. Μου είναι, λοιπόν δύσκολο να βλέπω να επιχειρείται μια άδικη επίθεση στο πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου με «αφορμή» το προσχέδιο συμφωνίας Εκκλησίας – Πολιτείας.

Υπάρχουν, όπως και στον καθένα που κατέχει ηγετική θέση, θέματα και επιλογές με τα οποία διαφωνούμε ή συμφωνούμε ως προς την ουσία τους ἠ στον τρὀπο της διαχειρίσεώς τους.

Αυτοί που έχουν την ευθύνη και έχουν ιστορικά ταχθεί στο εκκλησιαστικό έργο να μείνουν δίπλα στον Αρχιεπίσκοπο.

Να τον πλαισιώσουν. Να τον ενδυναμώσουν. Να τον ενισχύσουν. Να τον στηρίξουν. Να τον διαφυλάξουν και να τον προφυλάξουν. Να του καταθέσουν την άποψή τους και να επιμείνουν.

Ίσως αυτό να μην είναι πάντοτε αρεστό και αποδεκτό, να μην είναι πάντοτε εύκολο, αλλἀ ας μην τον αφήνουν μόνο.

Διότι το κενό θα το εκμεταλλευτούν άλλοι… και η κατάσταση θα γίνει νοσηρή. Θα πληθύνουν οι «τύποι», οι «λογικές συμβατικότητες», τα «είδωλα σκιάς και αιώνος», οι «ειδωλοποιητές», που μετασχηματίζονται σε ανθρώπινα πρόσωπα και εκφράζουν την αμορφία και το άλγος, καθώς λέγει και ο Γεώργιος Σεφέρης σε ποίημά του:

«Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε
όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε
στήνουμε θέατρα και σκηνικά
όμως η μοίρα μας πάντα νικά.
Και τα σαρώνει και μας σαρώνει
Και τους θεατρίνους και το θεατρώνη
υποβολέα και μουσικούς
στους πέντε ανέμους τους βιαστικούς.
Και την καρδιά μας ένα σφουγγάρι
στο δρόμο σέρνεται και στό παζάρι
πίνοντας το αίμα και τη χολή
και του τετράρχη και του ληστή».

Παράλληλα, δεν μπορούμε να διαγράψουμε και να αναιρέσουμε την ιστορική πορεία και την προσφορά ενός ανθρώπου.

Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος έδωσε μάχες σε όλη του την εκκλησιαστική πορεία για την Εκκλησία, την εκκλησιαστική περιουσία και τον εφημεριακό Κλήρο.

Νύχτα και ημέρα μελετούσε την ιστορία. Έψαχνε τα αρχεία. Σημείωνε και συνέγραφε. Και συνεργάσθηκε για το θέμα αυτό με τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο δυναμικά.

Οφείλουμε στο όνομα της αλήθειας να καταθέσουμε ότι ο τότε Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας Ιερώνυμος αγαπούσε τον εφημεριακό του Κλήρο.

Ιδιαίτερα δε τις Μοναστικές Αδελφότητες που άνθισαν επί ημερών του. Ποτέ δεν μας επίεσε, δεν μας εξουθένωσε, δεν μας προσέβαλε.

Μας δεχόταν πάντοτε με πατρική αγάπη. Δεν τον είδα ποτέ θυμωμένο, ποτέ οργισμένο, ποτέ κουρασμένο παρά τον κόπο του και τον αγώνα του.

Γι’ αυτό και τόσοι αδελφοί Κληρικοί προσέρχονταν στη Βοιωτική Εκκλησία. Ο λαός του τον αποκαλούσε «πατέρα Ιερώνυμο» για την απλότητά του.

Η αγάπη του προς τους πάσχοντες στα γεμάτα από ανθρώπους του πόνου ιδρύματα της τοπικής Εκκλησίας, που ο ίδιος είχε ιδρύσει, ήταν καθημερινή.

Διδαχθήκαμε από τη συμπεριφορά και το σεβασμό του προς τον αείμνηστο Γέροντά του πρ. Μητροπολίτη Θηβών και Λεβαδείας κυρό Νικόδημο, τον Παππού μας, τον μεγάλο αυτό διδάσκαλο της σιωπής και της αρετής.

Έζησα μαζί τους στο Επισκοπείο της Λιβαδειάς 5 ολόκληρα χρόνια. Και ήταν όμορφα χρόνια, ευλογημένα, που με εδίδαξαν πολλά και τα οποία διατηρώ στη μνήμη της καρδιάς μου ως πολύτιμη πνευματική κληρονομιά, ως «τη Γαλιλαία» του ιερατικού μου βίου, που μου δίνει δύναμη να διαχειρίζομαι τις συμφωνίες ή διαφωνίες μου και να αντιστέκομαι στο κτιστό θέλημά μου.

Πάντοτε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος μας προέτρεπε: «να προτάσσετε στη ζωή σας το θέλημα του Θεού και της Εκκλησίας».

Απλώς σήμερα υποτάχθηκα στο θέλημά μου, διότι η συνείδησή μου δεν αντέχει να αδικείται ο ένας, ως και ο κάθε άνθρωπος, και το πρώτο εύκολο θύμα να είναι ο εκάστοτε Πρώτος.

Είναι τελικά πολύ βολικό να αδικείται ο ένας, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, και εμείς να κρυβόμαστε πίσω από αυτόν.

Ευτυχώς που πάνω απ’ όλους είναι ο Θεός πού συγκροτεί τον θεσμό της Εκκλησίας ανατρέποντας τα δικά μας σχέδια και αποκαλύπτει την αλήθεια εκάστου έστω κι αν χρειάζεται για να το καταλάβουμε πέρα απ’ τη διάκριση και λίγος χρόνος.

Επισκόπου Φαναρίου Αγαθαγγέλου, Δρ. Θεολογίας, Γενικού Διευθυντού Αποστολικής Διακονίας
της Εκκλησίας της Ελλάδος

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ