Γνωριμία με τους Ορφικούς Ύμνους, σε μετάφραση, εισαγωγή και σχόλια Ανδρέα Χ. Ζούλα


Ο Ορφέας είναι μια μορφή που αιωρείται ανάμεσα στη μουσική, το τραγούδι, την ποίηση και τον μύθο.

Από τον 6ο αιώνα πΧ αρχίζει να αποκτά τεράστια φήμη στον κόσμο της ελληνικής αρχαιότητας. Εφευρέτης της λύρας και των τυμπάνων, ικανός να επιδράσει τραγουδώντας όχι μόνο στους ανθρώπους μα και στα ζώα, τα δέντρα και τους βράχους (ακόμα και να αλλάξει το ρεύμα των ποταμών), δάσκαλος της γραφής και της γεωργίας, οιωνοσκόπος και μάντης, με μαγικές ικανότητες, κληρονόμος του Διονύσου, αστρολόγος, αργοναύτης και μέγας τελετουργός, ο Ορφέας έχει δώσει το όνομά του στους Ορφικούς Ύμνους, που μολονότι οφείλουν την ύπαρξή τους σε μύστες και ιερείς διαφορετικών εποχών και περιόδων, τους Ορφείς, παραμένουν μέχρι και σήμερα συνδεδεμένοι με τη δική του μυθική φιγούρα.

Το βιβλίο «Εγώ, ο Ορφέας και οι Ορφικοί Ύμνοι», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Υδροπλάνο, είναι μια νέα μετάφραση των ογδόντα οκτώ Ορφικών Ύμνων από τον Ανδρέα Χ. Ζούλα. Ο Ορφέας εμφανίζεται εδώ να μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, εισάγοντας στο έργο του τον αναγνώστη (πρώτο μέρος), τον οποίο και διευκολύνει να επικοινωνήσει με τους Ορφικούς Ύμνους (ακολουθεί η μετάφραση του δεύτερου μέρους) μέχρι να εννοήσει πως τελικός σκοπός του ανθρώπου είναι η αυτονομία του και διαμέσου αυτής η ένωση με το θείο και με το αγαθό της δημιουργίας (στο τρίτο μέρος ο Ορφέας επανέρχεται ως αφηγητής και εξομολόγος του εαυτού του).

Το χαρακτηριστικό με το οποίο πρωτίστως μας συστήνεται η μετάφραση των Ορφικών Ύμνων είναι η ισοσυλλαβία, δηλαδή η απόλυτη αντιστοιχία του στίχου της μετάφρασης με τον μεταφραζόμενο στίχο του αρχαίου κειμένου, μέθοδο την οποία ο Ανδρέας Ζούλας εφαρμόζει σε όλες τις μεταφράσεις του της κλασικής δραματουργίας. «Η ισοσυλλαβία», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Ζούλας, μιλώντας για την καινούργια δουλειά του, «είναι στόχος και κλειδί. Στη μετάφραση της κλασικής δραματουργίας δεν επιτρέπει στον δραματικό λόγο να πλατειάσει. Πολύ περισσότερο αν πρόκειται για την υμνολογία, που είναι αρχαιότερης ηλικίας. Μεταφράζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τον δακτυλικό εξάμετρο του πρωτότυπου, που είναι ό,τι και ο νεοελληνικός δεκαπεντασύλλαβος, η ισοσυλλαβία κατορθώνει να υπηρετήσει το τελικό ζητούμενο, το οποίο δεν είναι άλλο από την επίτευξη της αρμονίας. Κι εδώ θα πρέπει να δούμε και τη διαφορά της μετάφρασής μου από τις φιλολογικές μεταφράσεις. Οι φιλολογικές συνιστούν πολύτιμο μεταφραστικό βοηθό για τον πλούτο των στοιχείων τους ως προς το πρωτότυπο έργο και τον συγγραφέα τους, αλλά έχουν μηδαμινή λογοτεχνική αξία. Θέλησα με τις επιλογές μου να ξεφύγω από το αφύσικο και το ανοίκειο».

Γιατί, όμως, στην εισαγωγή και στον επίλογο του πρώτου και του τρίτου μέρους του βιβλίου του ο μεταφραστής αναλαμβάνει να υποδυθεί τον ρόλο του Ορφέα, μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο; «Προτίμησα μια αφηγηματική εισαγωγή για να τοποθετήσω τον Ορφέα μεταξύ θρύλου, θεού, επιγόνου του Διονύσου και μουσικού. Προκειμένου να κλείσω τους Ύμνους σκέφτηκα πως ένα τυπικό κείμενο δεν θα ενδιέφερε παρά ελάχιστους, Έτσι υποδύθηκα τον μύθο του Ορφέα, αντλώντας έμπνευση και από τους αρχαίους.

Ο Ορφέας δείχνει πιο φυσικός γιατί στα χρόνια του, καθώς και στα πολλά χρόνια πριν από τον ίδιο, δεν υπήρχε γραφή. Υπήρχαν μόνο προφορικός λόγος, απαγγελία και ακρόαμα. Οι Ορφικοί Ύμνοι, ύστερα από την προφορική τους ζωή και την προφορική τους μετάδοση επί αιώνες, αρχίζουν να καταγράφονται στο πλαίσιο της μυκηναϊκής περιόδου. Δεν είναι τυχαίο πως τότε ξεκινάει η συνειδητοποίηση των Ελλήνων για τον εαυτό τους και έχουμε περί το 740 πΧ την καταγραφή των ομηρικών επών και των Ορφικών Ύμνων, ακόμα κι αν δεν είμαστε σίγουροι για το πότε ακριβώς συμβαίνει εντέλει κάτι τέτοιο».

Οι Ορφικοί Ύμνοι αποτελούν ποίηση υψηλών προδιαγραφών. Με σωρεία επιθέτων και θεϊκών επικλήσεων αντανακλούν τον ορφικό μυστικισμό (όλα δοξάζονται για να μη φανερωθούν), αλλά και την πίστη του ποιητή στην ορμή και στον ακαταπόνητο χαρακτήρα της ζωής, την εμπιστοσύνη του σε όσα εμπεριέχει ο κόσμος (η γη και τα ουράνια σώματα)- σε όσα εκπέμπουν ο Δίας, ο Ηρακλής, ο Απόλλων και ο Τιτάνας, σε όσα προσφέρουν ο έρωτας, η φύση και τα μέσα προστασίας της ρώμης και της υγείας (αλλά και η τύχη ή η δικαιοσύνη), σε όσα επιφυλάσσει ακόμα και ο θάνατος, υπό τον όρο πρώτα να ανθήσει και να μακροημερεύσει ο βίος. Η ποίηση δεν αναφέρεται εν προκειμένω στα έργα ή στην ηθική του ανθρώπου, όπως ο Όμηρος, ο Σωκράτης και ο Πλάτων, μα στις δυνάμεις των θεών και του κόσμου, στη θεογονία και την κοσμογονία. «Τα ομηρικά έπη», σχολιάζει κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας ο Ανδρέας Ζούλας, «είναι καταγραφικά και ξετυλίγουν μία ή περισσότερες ιστορίες. Οι Ορφικοί Ύμνοι είναι λατρευτικοί ενώ θέλουν και να αγκαλιάσουν τα αστρονομικά φαινόμενα, όπως έχουν συστηματικά αποδείξει ο αστρονόμος Κωνσταντίνος Χασάπης και η μαθηματικός Μάρω Παπαθανασίου. Όλοι συναντιούνται εδώ: οι θεοί, η φύση και οι κοσμογονικές δυνάμεις, με τον Απόλλωνα να παραμένει ο ρυθμιστής της ισορροπίας του σύμπαντος».

Σύμφωνα με τον θρύλο, ο Ορφέας πέθανε διαμελισμένος από τις μαινάδες, τις νύμφες του Διονύσου: τις θυμόμαστε από τον διαμελισμό του Πενθέα στις Βάκχες του Ευριπίδη, που έχει μεταφράσει (επίσης υποδειγματικά) ο Ανδρέας Χ. Ζούλας. Ο ορφισμός ανανέωσε τη λατρεία του Διονύσου με την απαλλαγή της από τις αιματηρές τελετές και τις θυσίες ανθρώπων και ζώων. Διόνυσος και Ορφέας παρέμειναν φορείς μύθων που υπερέβησαν κατά πολύ τον ιστορικό χρόνο της λατρείας τους. Κι αν ο Διόνυσος πέθανε και αναστήθηκε, ο Ορφέας ζει και βασιλεύει χάρη στην ποιητική αθανασία των ύμνων του.


Πηγή


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ