Έχει καταρρεύσει η αγοραστική δύναµη των νοικοκυριών


Την κατάρρευση της αγοραστικής δύναµης των νοικοκυριών, κυρίως αυτών που διαβιούν στο κατώφλι του ορίου της φτώχειας, προκάλεσε η αυξητική πορεία του πληθωρισµού, που αποτελεί πλέον τη σηµαντικότερη εστία αστάθειας στην ελληνική οικονοµία, σύµφωνα µε µελέτη του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ. Ειδικά, δε, για οικογένειες µε εισοδήµατα έως 750 ευρώ τον µήνα, η µείωση της αγοραστικής τους δύναµης αγγίζει το 40%

Το ∆ελτίο Οικονοµικών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ καταγράφει τη δραµατική µείωση των εισοδηµάτων, τη µείωση της αγοραστικής δύναµης κυρίως των φτωχότερων νοικοκυριών και την αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων εξαιτίας της ακρίβειας.

Συγκεκριµένα, σύµφωνα µε τα στοιχεία που επεξεργάστηκαν οι επιστηµονικοί συνεργάτες της ΓΣΕΕ διαπιστώνονται τα εξής:

  • Από τον Απρίλιο του 2022 και µετά, η απώλεια της αγοραστικής δύναµης του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα κυμαίνεται γύρω στο 19%. Ειδικά, δε, για νοικοκυριά µε µηνιαίο εισόδημα χαμηλότερο των 750 ευρώ, η απώλεια εκτιμάται σε 40%. Αλλά και για νοικοκυριά µε ένα µέσο εισόδημα της τάξης των 1.100 ευρώ τον µήνα, η απώλεια είναι µεταξύ 9% και 14%. Στα υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια η απώλεια αγοραστικής δύναµης είναι χαµηλότερη του 11% και µειώνεται όσο αυξάνεται το επίπεδο του εισοδήµατος. – Ορατός είναι ο κίνδυνος διακοπής της παροχής ηλεκτρικού ρεύµατος, καθώς από το 2020 η χώρα µας καταγράφει το µεγαλύτερο ποσοστό νοικοκυριών στην Ευρωπαϊκή Ενωση µε ληξιπρόθεσµες οφειλές ηλεκτρικού ρεύµατος και φυσικού αερίου, ενώ το 2021 κατέγραψε το υψηλότερο ποσοστό νοικοκυριών των οποίων διακόπηκε η παροχή ρεύµατος και αερίου λόγω µη εξόφλησης λογαριασµών.
  • Η Ελλάδα έχει επίσης τη δεύτερη χειρότερη επίδοση στην Ε.Ε. ως προς το ποσοστό του µηνιαίου λογαριασµού ηλεκτρικού ρεύµατος και φυσικού αερίου σε σχέση µε το διαθέσιµο εισόδηµα των νοικοκυριών, καθώς ξεπερνάει το 6% του µηνιαίου διαθέσιµου εισοδήµατος σε µονάδες αγοραστικής δύναµης.
  • Για τα φτωχότερα νοικοκυριά οι δαπάνες για στέγαση αντιπροσωπεύουν το 38,6% της συνολικής κατανάλωσης, έναντι 28,7% των πλουσιότερων νοικοκυριών. Οι δαπάνες για τρόφιµα και µη αλκοολούχα ποτά αντιπροσωπεύουν το 22,2% της κατανάλωσης των φτωχότερων νοικοκυριών, έναντι 17,6% των πλουσιότερων.

Με δεδοµένα αυτά τα ευρήµατα, το ΙΝΕ ΓΣΕΕ προτείνει αύξηση των δαπανών για επιδόµατα κοινωνικής προστασίας, κοινωνικής πρόνοιας και παροχών, µε το όποιο πρόσθετο εισόδημά προκύπτει να είναι αφορολόγητο, καθώς και εξάντληση κάθε δυνατότητας µείωσης άμεσης και έµµεσης φορολογίας σε βασικά είδη διατροφής, σύμφωνα µε τον δημοσιονομικό χώρο της οικονομίας. Παράλληλα, δε, ζητεί την άμεση και επαρκή αύξηση του κατώτατου µισθού και την επαναφορά της διαδικασίας καθορισμού του µέσω της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ