Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών: Τι θα αναπνεύσουμε φέτος στην ατμόσφαιρα της Αθήνας αν στραφούμε μαζικά στην καύση ξύλων για την θέρμανσή μας;


Σημαντική στροφή του κόσμου στην καύση ξύλου για οικιακή θέρμανση, προβλέπουν για τον φετινό χειμώνα οι επιστήμονες του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, κρούωντας τον κώδωνα του κινδύνου για τις συνέπειες στα επίπεδα ρύπανσης της πόλης και την αιθαλομίχλη.

Πιο αναλυτικά, σε σχετική δημοσείευση, οι Δρ. Ελένη Αθανασοπούλου, Συνεργαζόμενη Ερευνήτρια στο ΙΕΠΒΑ/ΕΑΑ και Δρ. Ευάγγελος Γερασόπουλος, Διευθυντής Ερευνών στο ΙΕΠΒΑ/ΕΑΑ, αναφέρουν πως «ο πρόσφατος και συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία έχει ήδη επιφέρει οικονομικές επιβαρύνσεις στα καύσιμα κίνησης και θέρμανσης, στην Ελλάδα και αλλού. Η καύση ξύλου, εξακολουθεί να χρησιμοποιείται στην Αττική ως συμπληρωματικό ή κύριο μέσο θέρμανσης των κατοικιών από την έναρξη της οικονομικής κρίσης το 2008-10 και μετά.

Οι συστηματικές μετρήσεις του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΕΑΑ) στον υπερσταθμό μέτρησης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στο Θησείο επιβεβαιώνουν τη σταθερή, διαχρονική επιβάρυνση του λεκανοπεδίου από την καύση ξύλου κατά την τελευταία τουλάχιστον δεκαετία. Συνδυάζοντας τα παραπάνω δεδομένα, μια δυσοίωνη, αλλά ιδιαίτερα πιθανή προοπτική για τον φετινό χειμώνα, είναι η σημαντική στροφή του κόσμου στην καύση ξύλου για οικιακή θέρμανση».

Τι θα σημάνει όμως αυτό για τα επίπεδα ρύπανσης στην πόλη της Αθήνας, αλλά και κάθε άλλης πόλης στην Ελλάδα; Πόσο θα επιβαρυνθούν οι πολίτες της από την «ζεστή ατμόσφαιρα», αλλά και την αιθαλομίχλη, που δημιουργούν τα αναμμένα τζάκια και οι ξυλόσομπες στα σπίτια;

Απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα επιχειρεί να δώσει η Ομάδα Ατμοσφαιρικής Φυσικής και Χημείας (http://apcg.meteo.noa.gr/) του Ινστιτούτου Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΕΑΑ, μέσω μιας εξειδικευμένης προσομοίωσης, σε συνδυασμό με την εμπειρία της παρακολούθησης του φαινομένου της αιθαλομίχλης την τελευταία δεκαετία.

Συγκεκριμένα, απομονώθηκαν αρχικά οι ανθρωπογενείς εκπομπές σωματιδιακής ρύπανσης από την οικιακή θέρμανση, όπως αυτές αντλούνται από τη βάση δεδομένων CAMS της Ευρωπαϊκής υπηρεσίας του Copernicus. Στη συνέχεια, και κατά το μετασχηματισμό τους σε δεδομένα υψηλής χωρικής ανάλυσης για την πόλη της Αθήνας με μεθοδολογία που η ομάδα έχει αναπτύξει σε συνεργασία με το Helmholtz-Centre for Environmental Research, υλοποίησε ένα σενάριο κατά το οποίο υποθέτουμε διπλασιασμό των εκπεμπόμενων αιωρούμενων σωματιδίων από την καύση ξυλείας.

Το σενάριο αυτό τροφοδότησε μία αριθμητική προσομοίωση της ρύπανσης της ατμόσφαιρας, σε πολύ υψηλή χωρική ανάλυση, και για τις μετεωρολογικές συνθήκες που επικρατούσαν κατά τον ψυχρότερο μήνα του έτους 2019, που ήταν ο Ιανουάριος. Οι εκτιμήσεις για την συγκέντρωση των λεπτών αιωρούμενων σωματιδίων PM2.5 (αιωρούμενα σωματίδια αεροδυναμικής διαμέτρου μικρότερης των 2.5 μm) από αυτό το σενάριο συγκρίθηκαν με την υπάρχουσα προσομοίωση (συνήθης καύση ξύλων), η οποία έχει αναπτυχθεί στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού προγράμματος e-shape και συγκεκριμένα είναι μέρος του πιλότου HSAQ (Health Surveillance Air Quality).

Όπως προκύπτει, παρατηρούνται μεσοσταθμικές αυξήσεις που ανέρχονται από 20 έως 40% σε κατοικημένες περιοχές των παρυφών του Υμηττού και της Πάρνηθας, και κάπως μικρότερες στον κεντρικό τομέα της Αθήνας (5-15%).

Σύμφωνα με τις τελευταίες οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, η έκθεση του πληθυσμού σε μέσες ημερήσιες συγκεντρώσεις PM2.5 μεγαλύτερες των 15 μg m-3, και σε ετήσια βάση 5 μg m-3, δεν είναι ασφαλείς για τη δημόσια υγεία. Από την ανάλυση παρατηρούμε ότι ούτως ή άλλως σε πολλές περιοχές της Αθήνας κατά τους χειμερινούς μήνες ξεπερνάμε κατά πολύ αυτά τα όρια, με μέσες συγκεντρώσεις που κινούνται στο εύρος 20-60 μg m-3.

Επισημαίνουμε μάλιστα ότι πρόκειται για μεσοσταθμικές τιμές (μέση τιμή του μήνα), που σημαίνει ότι σε ημερήσια βάση, και όταν εντείνεται το φαινόμενο της αιθαλομίχλης τις βραδινές ώρες, οι τιμές των συγκεντρώσεων είναι πολύ μεγαλύτερες. Τον φετινό χειμώνα, υπό το εξεταζόμενο σενάριο και σε αντίστοιχα ψυχρές συνθήκες όπως τον Ιανουάριο του 2019, προβλέπεται μια επιπλέον αύξηση των συγκεντρώσεων κατά 10-20 μg m-3 κατά τις βραδινές ώρες.

Υπενθυμίζουμε ότι τα αιωρούμενα σωματίδια από την καύση ξυλείας δεν επιβαρύνουν μόνο τον εξωτερικό χώρο, αλλά και τον αέρα εντός του σπιτιού (ανάλογα με το είδος των τζακιών) και άρα θα πρέπει να περιορίζεται κατά το δυνατόν περισσότερο η χρήση τους, ως κύρια πηγή θέρμανσης.

Πηγή


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ