Αυξάνουν τα φάρμακα υπογονιμότητας τον κίνδυνο καρκινογένεσης?


*Του Δρ. Γεωργίου Κ. Βοργιά

Σε κάθε θεραπεία, ο κίνδυνος παρενεργειών είναι πάντα ένα καυτό ερώτημα. Ειδικότερα δε ο κίνδυνος πιθανής καρκινογένεσης μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα απασχολεί όλους, τόσο τους ασθενείς, όσο και τους ιατρούς.

Το ερώτημα αυτό υπάρχει αναπόφευκτα και για τις θεραπείες υπογονιμότητας για έναν παραπάνω λόγο. Οι θεραπείες αυτές δίδονται σε νέες γυναίκες οι οποίες τις λαμβάνουν για να επιτύχουν έναν ευτυχή στόχο, την απόκτηση ενός παιδιού.

Εμείς λοιπόν ως γιατροί οφείλουμε κατ’ αρχήν να ενημερωνόμαστε συνεχώς στα θέματα της ειδικότητας και της εξειδίκευσης μας και στη συνέχεια να μεταφέρουμε τα συμπεράσματα αυτής της ενημέρωσης μας στις γυναίκες ασθενείς μας. Στη σύγχρονη δε ιατρική, η ενημέρωση και οι παρεχόμενες πληροφορίες πρέπει να βασίζονται σε δεδομένα και όχι σε προσωπικές πεποιθήσεις (evidence based medicine).

Σχετικά λοιπόν με τον κίνδυνο πιθανής καρκινογένεσης από τα φάρμακα υπογονιμότητας, κάποιος πρέπει αρχικά να γνωρίζει ποιοί είναι οι συχνότεροι καρκίνοι που εμφανίζονται στις γυναίκες συνολικά. Έτσι, σύμφωνα με τα στοιχεία όλων των διεθνών οργανισμών που ασχολούνται με την καταγραφή των καρκίνων (WHO – IARC, WCRFI, NIH, GCO, κτλ), συχνότερος είναι σήμερα ο καρκίνος του μαστού που αφορά περίπου το 25% όλων των ογκολογικών περιπτώσεων και θα προσβάλει 1 στις 8 γυναίκες σε κάποια φάση της ζωής τους, ακολουθούμενος από τον καρκίνο του παχέως εντέρου και των πνευμόνων. Οι τρείς αυτοί καρκίνοι μαζί αντιπροσωπεύουν το 45% περίπου όλων των κακοηθειών στις γυναίκες.

Βιβλιογραφικά, όλες οι πρόσφατες πληθυσμιακές μελέτες και οι μετα-αναλύσεις δείχνουν ότι τα φάρμακα υπογονιμότητας δεν αυξάνουν τον κίνδυνο καρκινογένεσης σε κανένα όργανο στόχο, με μια μόνο εξαίρεση:

τον καρκίνο των ωοθηκών, ειδικά αν τα χορηγούμενα φάρμακα δεν επιτύχουν τον ευτυχή στόχο τους, την εγκυμοσύνη.

Όσον αφορά τον καρκίνο των ωοθηκών, ενώ τα βιβλιογραφικά στοιχεία δεν είχαν δείξει αυξημένη επίπτωση μέχρι πριν δέκα (10) χρόνια, όλα τα τελευταία δεδομένα δείχνουν μια αύξηση του σχετικού κινδύνου καρκινογένεσης 1,3 – 1,8 φορές. Ο σχετικός αυτός κίνδυνος είναι ακόμα μεγαλύτερος για τους όγκους οριακής κακοήθειας των ωοθηκών φτάνοντας στο 1,36 – 4,23, που ευτυχώς όμως έχουν πολύ καλύτερη πρόγνωση σε σχέση με τον διηθητικό καρκίνο. Η αύξηση αυτή φαίνεται

να σχετίζεται τόσο με τον αριθμό των IVF προσπαθειών, όσο και με την δόση και το είδος των χορηγηθέντων φαρμάκων.

Σημαντικό και ταυτόχρονα αισιόδοξο εύρημα είναι ότι, η αύξηση του σχετικού κινδύνου για καρκίνο ωοθηκών είναι στατιστικά μη σημαντική σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό, αν οι προσπάθειες IVF δεν ξεπερνούν τις τρεις (3).

Το δεδομένο αυτό δημιουργεί ένα «παράθυρο ασφαλείας» στην προσπάθεια επίτευξης της πολυπόθητης εγκυμοσύνης.

Αν και στην ιατρική δεν υπάρχει «άσπρο» και «μαύρο», ούτε τα δεδομένα όρια φυσιολογικών ή ασφαλών τιμών είναι ανελαστικά, εν τούτοις το να μην δέχεται, να μην προτείνει και να μην συναινεί κάποιος είτε η ίδια η γυναίκα – ασθενής, είτε ο γιατρός της υπερβολικό αριθμό IVF προσπαθειών είναι επιβεβλημένο. Γιατί δυστυχώς δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο καρκίνος των ωοθηκών είναι ο πιο θανατηφόρος γυναικολογικός καρκίνος, που η μέση 5-ετής του επιβίωση δεν ξεπερνά το 50% με όλα τα σύγχρονα θεραπευτικά μέσα.

Συμπερασματικά λοιπόν, τα φάρμακα υπογονιμότητας δεν αυξάνουν τον κίνδυνο καρκινογένεσης σε άλλα όργανα εκτός των ωοθηκών.

Δεδομένου ότι ο καρκίνος των ωοθηκών είναι σχετικά σπάνιος, αφού προσβάλει μόνο το 1,1% όλων των γυναικών και άρα ακόμα και μια αύξηση κατά 1,8 φορές του σχετικού κινδύνου, θα έφερνε αυτή τη πιθανότητα κοντά στο 2%, αν συνδυαστεί με μια λογική «εγκράτεια» γυναίκας και γιατρών αναφορικά με τον αριθμό των IVF προσπαθειών, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι και ευτυχές και ασφαλές ταυτόχρονα.

Γιατί ας μην ξεχνάμε ότι η υγεία και η ασφάλεια της μάνας είναι η πρώτη μας προτεραιότητα. Θέλουμε την γυναίκα – υποψήφια μητέρα να αποκτήσει το παιδί της και το παιδί αυτό να έχει την μητέρα του κοντά του υγιή.

Με τις σωστές επιλογές ο διπλός αυτός στόχος είναι σήμερα εφικτός. Προφανώς, η επιστημονική έρευνα συνεχίζεται, ώστε καινούργια δεδομένα να μας επιτρέπουν να βελτιώνουμε τις παρεχόμενες υπηρεσίες υγείας.

 

*Ο Δρ. Γεώργιος Κ. Βοργιάς, είναι Γυναικολόγος – Ογκολόγος, Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Πατρών, Διευθυντής Γυναικολογικής κλινικής ΓΑΝΠ Μεταξά.

 

Πηγή


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ