Λ. Ζούρος – Σε αναζήτηση σκοπού σε έναν κόσμο χωρίς σκοπό


Ένα από τα προβλήματα με την ελευθερία της βούλησης είναι το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο την εξετάζουμε.

Βρίσκομαι στο εστιατόριο και αμφιταλαντεύομαι μεταξύ παστίτσιου και μουσακά. Είμαι ελεύθερος να αποφασίσω;

Το να ισχυριστεί κανείς ότι δεν είμαι -γιατί η επιλογή μου, όποια και αν είναι, έχει ήδη διαμορφωθεί από μια σωρεία άγνωστων παραγόντων πάνω στους οποίους δεν έχω έλεγχο- καταντά μια μορφή ακραίου προκαθορισμού. Σίγουρα κάποιες φυσικοχημικές διεργασίες γίνονται μέσα στο μυαλό μου.

Μπορώ όμως να πω ότι οι διεργασίες αυτές αποτελούν ένα είδος κατάργησης της ελευθερίας στην απόφασή μου;

Όχι, εκτός αν θεωρήσω ότι η ελευθερία είναι μια εξαϋλωμένη κατάσταση και ότι κάθε φυσικοχημικό στοιχείο, μέσα μου ή έξω από μένα, ισοδυναμεί με περιορισμό της. Αν όμως η ελευθερία είναι μια ψυχολογική κατάσταση, όπως ο φόβος, ο θυμός ή η διαύγεια της σκέψης (που γνωρίζω ότι επηρεάζεται από την αλκοόλη), το ερώτημα αποκτά μια συμπαθή πεζότητα, γίνεται δυνητικά ερευνήσιμο.

Ακόμα, το ότι μεσολαβούν κάποια χιλιοστά του δευτερολέπτου μεταξύ λήψης και εκδήλωσης της απόφασης (μέσα στα οποία η απόφαση είναι μη αναιρέσιμη) δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη – οι εντολές από τον εγκέφαλο στην περιφέρεια δεν γίνονται σε χρόνο μηδέν.

Η αμφιταλάντευσή μου μεταξύ παστίτσιου και μουσακά δεν διαφέρει ουσιαστικά από την αμφιταλάντευση του σκύλου μου για το αν θα τρέξει ή δεν θα τρέξει να πιάσει το μπαλάκι που του πέταξα. Αν εγώ είμαι ελεύθερος να αποφασίσω αν θα πετάξω το μπαλάκι, πρέπει να παραδεχθώ ότι και ο σκύλος μου είναι ελεύθερος να αποφασίσει αν θα τρέξει να το πιάσει (άλλωστε, μπορώ να δω την αμφιταλάντευση στα μάτια και τις κινήσεις του).

Αν πάλι θεωρήσω ότι ο σκύλος δεν είναι ελεύθερος (γιατί, ας πούμε, βρίσκεται κάτω από την τυραννική εξουσία των ενστίκτων ή γιατί δεν έχει την ανωτερότητα της σκέψης που απαιτεί η ελευθερία – και όλα τα σχετικά), δεν βλέπω γιατί να μην ισχύει το ίδιο και για μένα. Σε αυτό το επίπεδο, το μονοπώλιο της ελευθερίας της σκέψης από τον άνθρωπο δεν είναι τίποτε άλλο από μια άλλη εκδήλωση ανθρωποκεντρισμού.

Ό,τι ισχύει για το παστίτσιο και τον μουσακά ισχύει και για το αν απόψε θα διαβάσω ποίηση ή πεζογραφία, αν θα πάω στο θέατρο ή θα παρακολουθήσω ποδόσφαιρο καθηλωμένος μπροστά στην τηλεόραση. Το ότι ο σκύλος μου δεν αντιμετωπίζει τέτοια διλήμματα δεν σχετίζεται με την ελευθερία της σκέψης, είναι απλώς απόρροια του γεγονότος ότι η ποίηση και το ποδόσφαιρο δεν αποτελούν μέρος του κόσμου του – όπως η μέλισσα που βομβεί γύρω από το ανθισμένο μοσχομπίζελο όπου προσγειώθηκε το μπαλάκι μένει αδιάφορη, γιατί το παιχνίδι με το μπαλάκι δεν αποτελεί μέρος του δικού της κόσμου.

Όμως το θέμα αλλάζει αν τεθεί ως εξής: Τη στιγμή που αρχίζει η αμφιταλάντευσή μου είμαι απολύτως ανεπηρέαστος ως προς το παστίτσιο και τον μουσακά; Ή μήπως κουβαλώ τις προτιμήσεις μου; Αν αυτό συμβαίνει (στην περίπτωσή μου ο μουσακάς έχει ένα σαφές προβάδισμα έναντι του παστίτσιου), η «ελευθερία» μου είναι κουτσουρεμένη.

Μπορούμε μάλιστα να επινοήσουμε έναν αριθμητικό δείκτη της ελευθερίας μας. Αν έχουμε να επιλέξουμε μεταξύ δύο ενδεχομένων, η ελευθερία μας παίρνει τη μέγιστη δυνατή τιμή (100%) όταν η πιθανότητα για κάθε ενδεχόμενο είναι 1/2, αν υπάρχουν τρία ενδεχόμενα η ελευθερία μας παίρνει τη μέγιστη δυνατή τιμή όταν η πιθανότητα για το καθένα είναι 1/3 κ.ο.κ. Αν ένα ενδεχόμενο έχει πιθανότητα επιλογής 1 και όλα τα άλλα μηδέν, τότε η ελευθερία μας είναι μηδέν, τα άλλα ενδεχόμενα είναι σαν να μην υπάρχουν. Αν πάλι οι πιθανότητες προτίμησης για τα διάφορα ενδεχόμενα έχουν ενδιάμεσες τιμές, τότε και η ελευθερία μας είναι κάτι το ενδιάμεσο, δεν είναι απόλυτη (100%) αλλά ούτε μηδέν.

Αν, λόγου χάρη, μπαίνοντας στο εστιατόριο η προδιάθεσή μου για μουσακά είναι 0,9 και για παστίτσιο 0,1, οι επιλογές μου, κατά έναν αλγόριθμο*, δεν είναι δύο αλλά 1,22 – η ελευθερία της βούλησης μου είναι μειωμένη στο 61%. Αν τώρα «εκχωρήσω» ένα μέρος της προτίμησής μου από τον μουσακά στην πίτσα, αν οι προτιμήσεις μου πάρουν τις τιμές 0,85 για τον μουσακά, 0,05 για την πίτσα και 0,1 για το παστίτσιο, ας μη μείνω με την εντύπωση ότι η ελευθερία της απόφασής μου αυξήθηκε δραματικά, ότι το ποιοτικό βήμα από τα δύο στα τρία ενδεχόμενα επέφερε καμιά μεγάλη ποσοτική διαφορά στη δυνατότητα της επιλογής μου. Σύμφωνα με τον ίδιο αλγόριθμο, αυτή η δυνατότητα είναι τώρα 1,36 – μόνο το 45% του 3, που θα ήταν αν τα τρία ενδεχόμενα ήταν ισοπίθανα.

Τις περισσότερες φορές είναι δύσκολο να έχουμε επίγνωση των ενδεχομένων, πολύ περισσότερο των πιθανοτήτων που τις συνοδεύουν. Το γεγονός ότι υπάρχουν άλλα 27 «πιάτα» στον κατάλογο του εστιατορίου δεν έχει καμία σημασία από τη στιγμή που για κάποιον λόγο τα πιάτα αυτά δεν είναι μέσα στις δυνατότητες μου. Ο λόγος μπορεί να είναι βιολογικός (έχουν όλα ένα μπαχαρικό στο οποίο είμαι αλλεργικός), οικονομικός (είναι πιο ακριβά απ’ ό,τι επιτρέπει η τσέπη μου) ή κοινωνικός (έχουν χοιρινό κρέας που δεν το επιτρέπει η θρησκεία μου).

Το μάθημα από το εστιατόριο είναι τόσο απλό όσο και ουσιαστικό. Η ελεύθερη βούληση στις αποφάσεις μας δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από τη δυνατότητα της υλοποίησης των αποφάσεών μας, αλλιώς καταντά μια ελευθερία στην ονειροπόληση. Είναι η δεύτερη βραδιά που ο Καραγκιόζης προσπαθεί να κοιμηθεί με άδειο στομάχι. Έχει το δικαίωμα να ονειρευτεί αν θα διαλέξει μεταξύ μιας μακαρονάδας με σάλτσα ή με τυρί ή με κιμά. Άλλο όμως η ελευθερία στο όνειρο και άλλο η ελευθερία στις αποφάσεις. Η τελευταία υπόκειται σε περιορισμούς γιατί άπτεται του πραγματικού κόσμου.

Οι περιορισμοί είναι όλων των ειδών. Πρώτα είναι οι βιολογικοί, που όμως στη συνέχεια αποκτούν κοινωνική δύναμη. Δεν είχα επιλογή για το χρώμα το ματιών μου. Αυτό καθορίστηκε τη στιγμή που το σπερματοζωάριο του πατέρα μου μπήκε στο ωάριο της μητέρας μου. Επομένως, ήδη από αυτή την πρώτη στιγμή, η ελευθερία μου ως προς το χρώμα των ματιών μου έπεσε στο μηδέν.

Συμβαίνει τώρα να ζω σε έναν κόσμο όπου το χρώμα των ματιών συνδέεται με τη γοητεία που το ένα φύλο ασκεί στο άλλο, που σημαίνει ότι η επιρροή μου στο αντίθετο φύλο τελεί υπό περιορισμούς, οι δυνατότητές μου (= η ελευθερία μου) είναι περιορισμένες από το χρώμα των ματιών μου (όχι βέβαια στο μηδέν, όπως συνέβη με το χρώμα των ματιών μου).

Συμβαίνει ακόμα να ζω σε έναν κόσμο όπου η επιρροή μου στο αντίθετο φύλο έχει επιπτώσεις για ένα σωρό άλλες προοπτικές (οικογενειακή ευτυχία, κτλ.), και αυτό με κάνει να συμπεράνω ότι και γι’ αυτές τις προοπτικές η ελευθερία μου είναι περιορισμένη (αν και σε μικρότερο βαθμό απ’ ό,τι η γοητεία μου). Μπορείτε να συνεχίσετε για όσο θέλετε: επειδή ζω σε έναν κόσμο όπου η οικογενειακή ευτυχία…

Μετά τη σύντηξη του σπερματοζωαρίου με το ωάριο, και κάποια στιγμή μετά τη γέννηση, έρχεται η εντολή «μάθε να μιλάς». Ο εξωτερικός κόσμος αποφασίζει 100% για το ποια θα είναι η μητρική μας γλώσσα. Και ό,τι ισχύει για τη γλώσσα ισχύει για τη θρησκεία, για τις κοινωνικές μας έξεις, για τα «πιστεύω» μας. Και όλο αυτό το διαρκώς ογκούμενο κοινωνικό πλέγμα (πέστε το εφόδιο, πέστε το φορτίο – η επιλογή της λέξης είναι δική σας) περιορίζει συνεχώς τις επιλογές μας, περιορίζει την ελευθερία μας: στον επαγγελματικό προσανατολισμό, στην επιλογή συντρόφου, στις πολιτικές προτιμήσεις μας.

Ας μην κατηγορούμε γι’ αυτό τα γονίδια. Ασφαλώς τα γονίδια δεν μας επιτρέπουν να γεννηθούμε σε ένα σταυροδρόμι με χίλιες κατευθύνσεις, αλλά ούτε μας βάζουν σε μια στενωπό από την οποία δεν μπορούμε να ξεφύγουμε. Μάλλον μας βάζουν σε έναν φαρδύ αυτοκινητόδρομο. Έρχεται μετά το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον και μας ωθεί προς την Α ή τη Β έξοδο, σ’ έναν μικρότερο αυτοκινητόδρομο απ’ όπου πάλι παρόμοιοι παράγοντες μας ωθούν προς τη Γ ή Δ έξοδο, μέχρι που φτάνουμε εκεί που είμαστε. Κάθε φορά που παίρνουμε μια έξοδο, θυσιάζουμε ένα μεγάλο μέρος της ελευθερίας μας. Οι δρόμοι που θα ήταν στη διάθεσή μας αν παίρναμε την έξοδο Β αντί της Α είναι για μας δρόμοι χαμένοι.

Τίποτε το ιδιαίτερο σε όλα αυτά, τίποτε που δεν γνωρίζατε πριν ανοίξετε το βιβλίο. Εκτός, ίσως, από το εξής. Ακούμε πολλά για τον γενετικό ή, γενικότερα, τον βιολογικό προκαθορισμό, αλλά πολύ λίγα για τον κοινωνικό προκαθορισμό. Μάλιστα ο ίδιος ο όρος «κοινωνικός προκαθορισμός» μας ξενίζει. Και όμως, το χωριό που γεννήθηκα «προκαθόρισε» τη μητρική μου γλώσσα. Λίγο αργότερα ήρθε ο προκαθορισμός της θρησκείας· με έβαλε σ’ ένα κανάλι σκέψης και συμπεριφοράς. Νέοι προκαθορισμοί κλειδώνουν ο ένας μετά τον άλλο και όλοι μαζί συνθέτουν αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε κοινωνικό προκαθορισμό.

Όσο πιο κοινωνικό είναι ένα είδος τόσο πιο μεγάλο είναι το μερίδιο του κοινωνικού προκαθορισμού σε σχέση με τον βιολογικό. Στον άνθρωπο, όπου η βιολογική συνιστώσα ωχριά μπροστά στην κοινωνική, είναι κυρίως οι κοινωνικές συνθήκες που καθορίζουν την πορεία μας, που περιορίζουν και τελικά εκμηδενίζουν την ελευθερία μας.

Παρ’ όλα αυτά έχουμε την εντύπωση ότι, ενώ είμαστε αδύναμοι μπροστά στον βιολογικό προκαθορισμό, μπορούμε να αποτρέψουμε και να ανατρέψουμε τον κοινωνικό προκαθορισμό. Πρόκειται για μια θεωρητική δυνατότητα που σπάνια γίνεται πραγματικότητα.

Τείνουμε να υποεκτιμούμε το πόσο βαθιά ριζώνουν οι αντιλήψεις που σχηματίζουμε στην πορεία της ζωής μας -δεν είναι τυχαίο ότι τις αποκαλούμε πεποιθήσεις- και, φυσικά, όσο πιο νωρίς σχηματίζονται τόσο πιο βαθιά πάνε οι ρίζες τους. Τα δεσμά των κοινωνικών καταβολών δε διαφέρουν πολύ σε ακαμψία από τα δεσμά των βιολογικών καταβολών. Η ιδέα ότι μπορούμε να τα καταλύσουμε είναι ουσιαστικά μια αυταπάτη.

Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Μια από τις λύσεις στο πρόβλημα της επιβίωσης που συναρμολόγησε η φυσική επιλογή και την κωδικοποίησε στο DNA μας είναι η όραση. Το αποτέλεσμα είναι να γεννιόμαστε με μάτια. Η ίδια διαδικασία (μπορούμε, αν θέλετε, να την πούμε κοινωνιο-βιολογική), ανταποκρινόμενη στο ίδιο πρόβλημα, συναρμολόγησε την ικανότητα της ομιλίας, την ανάγκη του θρησκεύεσθαι και άλλες συναφείς ιδιότητες. Και όπως τα μάτια παίρνουν αναγκαστικά ένα χρώμα (μαύρα, καστανά, γαλάζια), έτσι και η ομιλία και η θρησκεία πρέπει να πάρουν συγκεκριμένες μορφές (ελληνική, χριστιανισμός, κτλ.).

Συνήθως είμαστε ικανοποιημένοι που τα πράγματα πάνε όπως τα φέρνει η φύση -είτε μιλούμε για το βιολογικό είτε για το κοινωνικό της πρόσωπο. Μπορεί μάλιστα να είμαστε υπερήφανοι που τα πράγματα πάνε έτσι γιατί αυτός, νομίζουμε, είναι ο σωστός δρόμος (θυμηθείτε την πλάνη του ιδιοκεντρισμού). Μάλιστα παίρνουμε μέτρα να μην ξεφύγουν από αυτό τον δρόμο τα παιδιά μας, κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τους δώσουμε την πρέπουσα «αγωγή». Η ιδέα ότι η αγωγή μπορεί να ενέχει έναν μεγάλο βαθμό περιορισμού της ελευθερίας τους σπάνια είναι μέρος των ανησυχιών μας.

Ας το παραδεχθούμε: η ελευθερία της βούλησής μας είναι πολύ πιο περιορισμένη από ό,τι θέλουμε να πιστεύουμε· αντιπροσωπεύει ένα πολύ μικρό μέρος του δυνητικού φάσματος της ελευθερίας που ανοίγεται μπροστά μας τη στιγμή που γεννιόμαστε. Η ιδέα περί ελευθερίας της βούλησης έχει όλα τα γνωρίσματα μιας δαρβινικής πλάνης.

*Ο αλγόριθμος είναι Ε = 1 /Σp2, όπου p είναι η πιθανότητα κάθε προτίμησης και Σ είναι το άθροισμα για όλες τις προτιμήσεις. Στο πρώτο παράδειγμα έχουμε μ, = 0,9 και μ2= 0,1 (Ε = 1,219), στο δεύτερο μ, = 0,85, μ, = 0,05 και μ3 = 0,1 (Ε = 1,360).

Από το βιβλίο του Λευτέρη Ζούρου “Σε αναζήτηση σκοπού σε έναν κόσμο χωρίς σκοπό”.

Επιμελείται ο Χρήστος Μαυρόπουλος

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ