Πώς θα σώσουμε τα κάλαντα;


Να τα πούμε; Πείτε τα! Στη μαμά και τον μπαμπά, στις γιαγιάδες, στις θείες, στη νονά… αλλά εκείνα θέλουν να βγουν και στη γειτονιά. Στη δική μας και στην πάνω, και λίγο πιο πέρα…

Να πάρουν ανά χείρας τα τριγωνάκια τους, να φορέσουν τα κασκόλ τους και να χτυπάνε τα κουδούνια λέγοντας: «Να τα πούμε;»

Κάθε χρόνο ολοένα και σπανιότερα χτυπάει και το δικό μας κουδούνι. Όλο και λιγότερα παιδάκια έρχονται στην πόρτα μας για να μας πούνε τα κάλαντα με τις γλυκιές φωνούλες τους.

Η αλήθεια είναι ότι δεν αισθάνομαι άνετα με ένα έθιμο που ως παιδί λάτρευα.

Και λίγο ντρεπόμουν, και λίγο χτυπούσε η καρδιά μου, και ποτέ δεν πήγαινα μόνη, και δεν είχα και ωραία φωνή, αλλά παρόλα αυτά τα κάλαντα τα λάτρευα!

Με τα χρήματα που μάζευα έπαιρνα πάντοτε μολύβια και σβήστρες. Όχι μόνο για μένα αλλά και για δώρα.

Τότε όμως δεν φοβόμασταν. Βγαίναμε στη γειτονιά, και παρόλο που είχε κρύο, όλοι μας καλοδέχονταν με ζεστασιά. Και όλοι μάς έδιναν χρήματα, πότε λίγα, πότε πολλά, και κανένα γλυκό πού και πού.

Τώρα, λίγο η κρίση, λίγο ο φόβος, λίγο οι πόρτες που δεν ανοίγουν, με κάνουν να αναρωτιέμαι:

Είναι άρρωστα τα κάλαντα; Θα πεθάνουν;

Δεν ξέρω τι θα κάνω τελικά. Γράφω αυτό εδώ το κείμενο μήπως βρω την απάντηση μέσα από τις λέξεις. Σκέφτομαι τι μπορώ να κάνω εγώ και τα παιδιά μου για να σώσω τα κάλαντα, αυτό το υπέροχο έθιμο, από τον αφανισμό.

«Παιδιά, θα τα πείτε! Μόνο που θα έρθει και η μαμά μαζί!»

Θα το κάνω όπως το έκανα μικρή. Φοβόμουν αλλά παράλληλα λάτρευα τα κάλαντα…

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ