Βαρόμετρο για επενδύσεις το δημόσιο χρέος


Ουδείς σοβαρός επενδυτής θα μελετούσε τα στοιχεία μιας εταιρείας, εξετάζοντας μόνον τις υποχρεώσεις της. Οταν, όμως, πρόκειται για χώρες, οι διαχειριστές κεφαλαίων τείνουν να δίνουν πολύ μεγαλύτερη σημασία στο δημόσιο χρέος, παρά στον εθνικό πλούτο μιας χώρας. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προσπαθεί να εξισορροπήσει κάπως αυτές τις αναλύσεις, ρίχνοντας φως στην πλευρά των δημοσίων οικονομικών που αφορούν τα περιουσιακά στοιχεία των χωρών.

Μια ανάλυση των στοιχείων 31 χωρών, που δημοσιεύθηκαν σε έκθεση του ΔΝΤ την Τετάρτη, παραθέτει ορισμένα εντυπωσιακά ευρήματα. Το άθροισμα των περιουσιακών στοιχείων αυτών των χωρών ανέρχεται σε 101 τρισ. δολ., που ισοδυναμεί με το 219% του συνόλου των ΑΕΠ τους. Το ποσοστό αυτό είναι υπερδιπλάσιο του 94% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, στο οποίο ανέρχεται το άθροισμα των χρεών τους. Η υπερχρεωμένη Ιαπωνία έχει οφειλές που ανέρχονται στο 283% του ΑΕΠ της.

Ομως, περισσότερο από το μισό αυτού του χρέους βρίσκεται στα χέρια του δημόσιου τομέα, στον οποίο συμπεριλαμβάνεται μεταξύ άλλων και η κεντρική τράπεζα της χώρας. Αν συνεκτιμήσουμε άλλα περιουσιακά στοιχεία, ο τελικός πλούτος και η αξία της χώρας αγγίζει το μηδέν, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΔΝΤ. Η δημοσιονομικά πειθαρχημένη Γερμανία, εν τω μεταξύ, εμφανίζει αρνητικό πλούτο, αρνητική αξία.

Η ανάλυση αυτή, όμως, κάθε άλλο παρά άρτια είναι. Τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται είναι, κατά κύριο λόγο, ανόμοια. Και εν τω μεταξύ, μια αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων μιας χώρας εμπεριέχει και κάποιες σημαντικές υποθέσεις σχετικά με, ας πούμε, το μελλοντικό κόστος των συντάξεων ή την αξία των φυσικών πόρων που βρίσκονται ακόμα στο υπέδαφος της χώρας. Επιπλέον, οι κρατικές επιχειρήσεις και η δημόσια περιουσία δεν μπορούν να πουληθούν εύκολα.

Και πάλι, πάντως, μια σαφέστερη λογιστική αποτίμηση του εθνικού πλούτου θα είχε πολλά και πολύ θετικά αποτελέσματα. Πρώτα απ’ όλα μας βοηθάει να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα στις δημόσιες επενδύσεις, που αυξάνουν τον πλούτο μιας χώρας, και στις κοινωνικές παροχές που χρηματοδοτούνται με χρέος. Επιπλέον, εντείνει την πίεση στις κυβερνήσεις για να διαχειριστούν καλύτερα τα περιουσιακά τους στοιχεία.

Το ΔΝΤ υπολογίζει πως οι 31 χώρες τις οποίες μελέτησε είχαν, κατά μέσον όρο, ετήσια απόδοση των περιουσιακών τους στοιχείων μόλις 1,9% στο διάστημα από το 2010 ώς το 2016. Αν κατόρθωναν να αυξήσουν αυτήν την απόδοση κατά ένα ποσοστό της τάξεως του 3% του ΑΕΠ, θα συγκέντρωναν μέσα σε έναν χρόνο τόσα έσοδα όσα αντλούν από εταιρικούς φόρους όλες οι ανεπτυγμένες οικονομίες.

Οι πολιτικές ηγεσίες των χωρών προβάλλουν, όμως, ισχυρότατες αντιστάσεις σε κάθε πρόταση που θα τις καθιστούσε υπόλογες για τα δημόσια οικονομικά τους και τις αποδόσεις τους.

Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που είναι τόσο πολύ περιορισμένη η ενημέρωση και λιγοστά τα επίσημα στοιχεία σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία των χωρών. Ορισμένες χώρες, πάντως, προπορεύονται και δείχνουν τον δρόμο στις υπόλοιπες.

Η Νέα Ζηλανδία δηλώνει ότι τους τελευταίους δώδεκα μήνες μέχρι τον περασμένο Ιούνιο ο καθαρός πλούτος της αυξήθηκε και έφτασε στα 83 δισ. δολάρια. Αυτό το ποσό ισοδυναμεί σχεδόν με το 45% του ΑΕΠ της, όταν το αντίστοιχο ποσοστό το περασμένο έτος ήταν 40%. Αν δεχθούν κάποια πίεση από το ΔΝΤ, κάποιες άλλες χώρες ενδέχεται να παρέχουν σε σύντομο χρονικό διάστημα στους επενδυτές μια εικόνα πληρέστερη σχετικά με τις οφειλές τους που έχουν εγγραφεί στους ισολογισμούς τους.

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ