Οι αναγκαστικές υιοθεσίες στην Ανατολική Γερμανία


Ο Ψυχρός Πόλεμος δεν διαίρεσε μόνο την Γερμανία στα δύο αλλά και πολλές οικογένειες, που είτε αναγκάστηκαν να δώσουν τα παιδιά τους για υιοθεσία προκειμένου να τους δώσουν την δυνατότητα για μια καλύτερη ζωή, είτε εξαναγκάστηκαν να τα αποχωριστούν για πολιτικούς λόγους.

Σε πολλές περιπτώσεις πολίτες της Ανατολικής Γερμανίας έδιναν την έγκρισή του για την υιοθεσία των παιδιών τους, πιστεύοντας ότι μια νέα οικογένεια θα μπορούσε να τους προσφέρει όσα εκείνοι δεν μπορούσαν. Άλλοι όμως ήρθαν αντιμέτωποι με τον αποχωρισμό από τα παιδιά τους λόγω της πολιτικής τους συμπεριφοράς. Αν για παράδειγμα οι αρχές συνελάμβαναν κάποιον που προσπαθούσε να διαφύγει στη Δυτική Γερμανία, το ενδεχόμενο να χάσει τα παιδιά τους ως συνέπεια των πράξεων του ήταν πιθανό.

Μετά την πτώση του Τείχους δεκάδες τέτοιες ανθρώπινες ιστορίες είδαν το φως της δημοσιότητας, αν κι ακόμη μέχρι σήμερα υπάρχει ένα σημαντικό κενό στη διερεύνηση αυτής της σκοτεινής πτυχής της ιστορίας της Ανατολικής Γερμανίας. Οι σύγχρονοι ιστορικοί κάνουν λόγο για εκατοντάδες περιπτώσεις, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχουν αξιόπιστα αριθμητικά στοιχεία για το θέμα.

Για όσους έζησαν τον αποχωρισμό, είναι ηθικό ζήτημα το να πάρουν τις απαντήσεις στα ερωτήματα που τους βασανίζουν εδώ και χρόνια.

Το γερμανικό περιοδικό Spiegel παρουσιάζει μερικές από τις ιστορίες αυτών των ανθρώπων.

Έχει ξεχάσει ακόμη και τη μορφή των γονιών του

Όταν ο Uwe Mai σκέφτεται την παιδική ηλικία του, θυμάται τον ποταμό Saale. Έρεε δίπλα από το σπίτι των γονέων του στο Calbe κι απλώς έπρεπε να περάσει τον δρόμο και να κάνει μερικά βήματα για να βρεθεί στην όχθη του.

Θυμάται ότι μαζί με τον μικρό του αδελφό τον Thomas έπαιζαν εκεί κάθε μέρα, όταν οι γονείς του έλειπαν κάνοντας την βάρδια τους. Ο πατέρας του ήταν χαλυβουργός σε ένα κοντινό εργοστάσιο που ήταν σημαντικός προμηθευτής χυτοσιδήρου στην Ανατολική Γερμανία. Η μητέρα του δούλευε στα λεωφορεία.

Μία μέρα στις αρχές του 1961 όμως η Ανατολική Γερμανία του πήρε τους γονείς του μακριά. Ήταν στο ποτάμι όταν άκουσαν κάποιον να τους λέει να πάνε γρήγορα στο σπίτι τους. Κάποιοι περίεργοι άνδρες ήταν στην κουζίνα και ο πατέρας του καθισμένος σε μια καρέκλα έκλαιγε. «Η μαμά έφυγε», είπε. «Δεν μπορώ να σας φροντίζω εγώ. Θα πρέπει να πάτε σε ένα άλλο σπίτι για ένα διάστημα», τους είπε. Ήταν η πρώτη φορά που είδε τον πατέρα του να κλαίει. Τότε ο Uwe ήταν έξι χρονών και ο αδελφός του τριών. Μετά τα πράγματα κύλησαν γρήγορα. Μεταφέρθηκαν σε έναν ξενώνα φιλοξενίας παιδιών στο κοντινό Schönebeck.

Πού ήταν η μητέρα του; Τι είχε γίνει; Μια γυναίκα που εργαζόταν στον ξενώνα του ψιθύρισε στο αυτί κάποια στιγμή: «Η μητέρα σου διέφυγε στη Δυτική Γερμανία με έναν συνάδελφο». Ήταν η μόνη πληροφορία που έμαθε ποτέ κι ακόμα και σήμερα δεν γνωρίζει αν είναι αλήθεια.

Σήμερα στα 64 του ζει σε ένα προάστιο στα ανατολικά του Βερολίνου. Δεν μπορεί να πει ότι η ζωή του απέτυχε. Παντρεύτηκε, έκανε 5 παιδιά κι έχει 4 εγγόνια. Ήταν αξιωματικός του στρατού και πήρε σύνταξη πέρυσι

Υπάρχει όμως αυτό το μεγάλο κενό. Δεν είδε ξανά τη μητέρα του, τον πατέρα του ή τους αδελφούς του. Η μνήμη του για τους γονείς του έχει ξεθωριάσει τόσο πολύ που δεν θυμάται πλέον τη μορφή τους. Οι αξιωματούχοι της Ανατολικής Γερμανίας βρήκαν μια νέα οικογένεια γι ‘αυτόν και έτσι ο Uwe Hampl έγινε Uwe Mai.

Δεν μπορείς να γυρίσεις το ρολόι της ζωής προς τα πίσω

«Πολλοί από εμάς αρρώστησαν και γνώρισαν ακραία αγωνία», λέει στο Spiegel ο Andreas Laake, που είναι σήμερα 58 χρονών. Με καταγωγή από τη Λειψία, τον εντόπισαν το 1984 οι άνδρες της ακτοφυλακής της Λαοκρατική Δημοκρατίας της Γερμανίας, καθώς προσπαθούσε να φύγει με την έγκυο σύζυγό τους προς την Δύση. Ομολόγησε την πράξη του και φυλακίστηκε. Όταν η γυναίκα του γέννησε, δεν του επετράπη ούτε καν να δει το παιδί και με δικαστική απόφαση του αφαιρέθηκαν τα γονεϊκά του δικαιώματα. Πιθανολογεί ότι η σύζυγός του εξαναγκάστηκε να δώσει το παιδί για υιοθεσία.

Ο Andreas Laake βρήκε το γιο του 29 χρόνια αργότερα. Άλλοι γονείς κατάφεραν επίσης να εντοπίσουν τα παιδιά τους – αλλά συχνά δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τον χαμένο χρόνο. «Δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω το ρολόι της ζωής», λέει ο Laake. «Δεν είδαμε τα παιδιά μας να μεγαλώνουν, δεν ήμασταν εκεί όταν άρχισαν το σχολείο, όταν διακρινόντουσαν στον αθλητισμό, όταν ερωτεύτηκαν για πρώτη φορά», σημειώνει.

Τώρα, συνεχίζει να ψάχνει για λογαριασμό άλλων. Έχει ιδρύσει μια οργάνωση που ονομάζεται «Τα κλεμμένα παιδιά της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας», η οποία έχει περισσότερα από 1.700 μέλη. Ηλικιωμένες κυρίες έρχονται σε αυτόν και του λένε ότι η μόνη τους επιθυμία πριν πεθάνουν είναι το να μάθουν τι έγιναν τα παιδιά τους.

Οι γονείς που «δεν μπορούσαν» να μεγαλώσουν παιδιά

Το χειμώνα του 1963 η 231χρονη Helga Gniess προσπάθησε με έναν άντρα που είχε γνωρίσει στο ξενοδοχείο που εργαζόταν να διαφύγει από τα βουνά Harz προς τα δυτικά. Το επιχείρησαν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ελπίζοντας πως η φασαρία των πυροτεχνημάτων θα απασχολούσε τους φρουρούς των συνόρων της Ανατολικής Γερμανίας. Ξαφνικά ένιωσε ένα όπλο στο κεφάλι της. Τους είχαν πιάσει. Εκείνη πέρασε 1,5 χρόνο στη διαβόητη Red Ox όπου της δόθηκε και επίσημα ο τίτλος της προδότριας. Τον γιο της που τον είχε μαζί της όταν προσπάθησε να φύγει τον έστειλα στην μητέρα της. Ο αξιωματικός της Στάζι που την συνέλαβε της είπε «ανατρεπτικά στοιχεία σαν εσένα δεν μπορούν να μεγαλώσουν παιδιά». Μετά από την αποφυλάκιση της, την έστειλαν να δουλέψει σε μια σοκολατοβιομηχανία για τρία χρόνια. Το 1969 και το 1970 απέκτησε δύο ακόμη κόρες από διαφορετικούς συντρόφους. Ζούσε μαζί με τα παιδιά της στο σπίτι της μητέρας της και όταν οι δύο γυναίκες ήταν στη δουλειά τα παιδιά περνούσαν την μέρα τους στο Κέντρο Φροντίδας Παιδιών της περιοχής.

Μια μέρα της ανακοινώθηκε ότι δεν θα ξαναέβλεπε την κόρη της την Diana, που ήταν μόλις λίγων μηνών. Της είπαν ότι θα έδιναν την κόρη της σε μία γυναίκα ικανή να την αναθρέψει με τις σοσιαλιστικές αξίες. Όπως λέει στο Spiegel την απείλησαν με νέες δίκες και φυλάκιση για να αποσπάσουν την υπογραφή της για την υιοθεσία. Λίγο μετά θα ερχόταν και η ώρα της δεύτερης κόρης της, της Ramona. Παρότι στο μεταξύ παντρεύτηκε και ο σύζυγός της ήθελε να αναλάβει την ευθύνη των παιδιών, της αφαιρέθηκε και η επιμέλεια τους.

Όταν έπεσε το Τείχος το 1989, άρχισε να ψάχνει για τις κόρες της, αρχικά βάζοντας μια διαφήμιση στην εφημερίδα. Λίγο αργότερα θα λάμβανε μια ανώνυμη πληροφορία για το πού και με ποιο όνομα ζούσε η κόρη της η Ramona. Χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού της, είπε ότι ήταν εκπρόσωπος του Γραφείου Ευημερίας των Νέων κι ένας νεαρός της είπε ότι η σύζυγός του θα επέστρεφε σε λίγο από τη δουλειά. Όταν την είδε να περνάει το κατώφλι του σπιτιού δεν πίστευε πόσο όμορφη είχε γίνει. Όταν της είπε ότι ήταν από το Γραφείο, η νεαρή γυναίκα απάντησε: «Λες ψέματα, είσαι η μητέρα μου. Σε αναγνωρίζω».

H Ramona λέει στο Spiegel, ότι αισθάνθηκε την πραγματική της μητέρα σαν μία ξένη. «Ο δεσμός είναι σπασμένος. Δεν μπορείς να τον διορθώσεις. Κάτι λείπει», δηλώνει. Όταν η Helga την ρώτησε πως μπορεί να λέει «μαμά» την θετή της μητέρα, εκείνη απάντησε πως μεγάλωσε μαζί της χαρούμενα και για εκείνη είναι η μητέρα της.

Η Queiser που την μεγάλωσε λέει ότι δεν έχει να ντραπεί για τίποτα. «Δεν έκανα κάτι κακό», σημειώνει.

Η Helga Gniess μπόρεσε επίσης να εντοπίσει την κόρη της Diana το 1989, όμως κι εκείνη της είπε ότι είχε μια άλλη μητέρα και ήθελε να μείνει μαζί της.

Ένας εικονικός θάνατος

Η Petra Wehnert στέκεται με δάκρυα μπροστά από έναν τάφο στη Δρέσδη. Πριν από καιρό έγινε η εκταφή του γιου της Frank, ο οποίος πέθανε στις 23 Ιουνίου του 1988 σε ηλικία 5 ετών. Δεν έμαθε ποτέ γιατί πέθανε. Δεν είναι βέβαιη καν για το αν πέθανε στα αλήθεια. Μήπως το νοσοκομείο έστησε έναν εικονικό θάνατο για να τον πάρει από εκείνη;

Τουλάχιστον 900 γονείς που έχουν απευθυνθεί στην οργάνωση του Andreas Laake έχουν δηλώσει ότι τους δηλώθηκε από τα νοσοκομεία της Ανατολικής Γερμανίας ότι τα παιδιά τους γεννήθηκαν νεκρά κι ότι υποψιάζονται ότι αυτό ήταν ένα ψέμα και η αλήθεια ήταν ότι δόθηκαν για υιοθεσία.

Η Petra Wehnert για αρκετά χρόνια, προσπάθησε να συμβιβαστεί με τη μοίρα της, αλλά δεν το κατάφερε ποτέ. Το 2002, σχεδόν 24 χρόνια μετά το θάνατο του γιου της, άρχισε να ερευνά το θέμα.

Η Wehnert και ο σύζυγός της βρισκόταν στον κινηματογράφο μαζί εκείνη την ημέρα τον Ιούνιο του 1988, με τους γείτονες να φροντίζουν το μωρό. Μόλις επέστρεψαν στο σπίτι, ο σύζυγός της πήγε να ελέγξει το παιδί και ξαφνικά της είπε να καλέσει ένα ασθενοφόρο. Στη συνέχεια έκλεισε την πόρτα του δωματίου στο πρόσωπό της, λέει. Το ασθενοφόρο μετέφερε το μωρό στο νοσοκομείο και της είπαν αργότερα ότι πέθανε. Στη συνέχεια δεν της επετράπη να το δει.

Τότε πίστεψε τους γιατρούς και φοβήθηκε τις απειλές του συζύγου της, με τον οποίο χώρισε πριν από πάρα πολλά χρόνια. Οι αμφιβολίες της όμως την ώθησαν να αρχίσει να ψάχνει τα νοσοκομειακά αρχεία, στα οποία διαπίστωσε ασάφειες και αντιφάσεις. Κάποια έγγραφα ανέφεραν ότι το μωρό πέθανε στο σπίτι κι άλλα στο νοσοκομείο. Άλλα το ανέφεραν σαν κορίτσι ενώ ήταν αγόρι. Υπήρχαν αναφορές ότι είχε υψηλό πυρετό ενώ άλλες έκαναν λόγω για ένα 38,4 στη θερμοκρασία του. Όλοι της λένε να ξεχάσει, μα πως είναι δυνατόν αυτό;

Το 2003 αποφασίστηκε η εκταφή του παιδιού της. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν αναγνώρισε το ριγέ άσπρο και μπλε μπλουζάκι που βρήκαν στον τάφο. Εκείνη είχε δώσει ένα ανοιχτόχρωμο μπλουζάκι στο νοσοκομείο για την ταφή του παιδιού. Της είπαν επίσης ότι δεν υπήρχαν ικανοποιητικά δείγματα για να γίνει εξέταση DNA.

Πριν λίγους μήνες έγινε και δεύτερη εκταφή, με εκταφέα της επιλογής της αυτή τη φορά. Πάλι τα ευρήματα ήταν αλλοπρόσαλλα. Ένα κόκκινο καλσόν που είχε ακόμη μέσα έναν αστράγαλο, ένα πουλόβερ με σχέδια και ένα οστό που ανήκει σε ενήλικα.

Τώρα, η Petra Wehnert περιμένει τα αποτελέσματα του τεστ DNA.

Και από τη μία ελπίζει να επιβεβαιώσει ότι είναι το παιδί της θαμμένο εκεί, από την άλλη ελπίζει ακόμη περισσότερο να επιβεβαιωθεί η υποψία της ότι ίσως ζει…

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ