Ο Γιαννάκης σε ανεκδοτάρα: “Θα σε λέω Εύα…”


Ο Γιαννάκης σε ανεκδοτάρα: Η Μαρία και ο Γιαννάκης στην Γ΄ Λυκείου και οι δυο, γνωρίζονται για λίγο καιρό και μετά την πρώτη τους φορά που το κάνανε, ξαπλωμένοι συζητάνε

– Θα σε λέω Εύα λέει ο Γιαννάκης.

– Γιατί Εύα, τον ρωτάει η Μαρία.

– Γιατί είσαι η πρώτη μου, της απαντά ο Γιαννάκης

– Ωραία και ‘γω θα σε λέω peugeot [πεζω] του λέει η Μαρία.

– Γιατί peugeot την ρωτάει ο Γιαννάκης.

– Γιατί είσαι ο 308ος…

ΠΙΟ ΚΑΤΩ, ΑΚΟΜΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ! ΔΙΑΒΑΣΕ ΤΑ…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΕΔΩ

Ο Γιαννάκης σε ανεκδοτάρα: “Θα σε λέω Εύα…”

Πεταχτούλα και αυταρχική σύζυγος σε ανέκδοτο: Γυρίζει μια μέρα από το γραφείο και φοράει ένα αστραφτερό διαμαντένιο δαχτυλίδι

– Που το κονόμησες ρε γυναίκα το δαχτυλίδι; τη ρωτάει ο άντρας της με απορία.

– Να έγινε μια λοταρία στο γραφείο και μου έπεσε το πρώτο λαχείο. Γέμισε μου τώρα τη μπανιέρα ζεστό νερό να κάνω ένα μπάνιο γιατί είμαι ψόφια, του απαντάει πολύ φυσικά εκείνη.

Δυο τρεις μέρες μετά γυρίζει η κυρία και φοράει ένα μενταγιόν με μπριγιάν και χρυσό δέσιμο.

– Από που το τζιβαέρι πάλι ρε γυναίκα; ξαναρωτάει ο άντρας.

– Που να στα λέω! Είμαι πολύ τυχερή τελικά. Ξαναέγινε λοταρία στο γραφείο και μου έπεσε το πρώτο λαχείο. Γέμισε μου τώρα τη μπανιέρα ζεστό νερό να κάνω ένα μπάνιο γιατί είμαι ψόφια, το ίδιο τροπάρι εκείνη.

Μια βδομάδα αργότερα η τυχερή γυναίκα γυρίζει φορώντας μια πανάκριβη γούνα μινκ.

– Ασε με να μαντέψω, της λέει ο άντρας της, την κέρδισες σε λοταρία στο γραφείο σου.

– Σωστά το μάντεψες, του λέει εκείνη γελαστά, γέμισε μου τώρα τη μπανιέρα.

Εκείνος δεν μιλάει, αλλά βάζει στη μπανιέρα μόνο δύο πόντους ζεστό νερό.

– Ε! γιατί έβαλες μόνο τόσο λίγο νερό στη μπανιέρα; του φωνάζει από το μπάνιο αγανακτισμένη η κυρία.

– Δεν ήθελα να βρέξεις το τυχερό σου λαχείο αγάπη μου!


Ανεκδοτάρα με Τοτό: Ο Τοτός πάει μία μέρα στο σχολείο, με το ένα μάτι πρησμένο  και μελανιασμένο όσο δεν πάει

Τον κοιτάει η δασκάλα του και του λέει:

– Τοτό μου, τι έπαθες;

– Κυρία, χθες βράδυ έβρεξε.

– Και λοιπόν; Και λοιπόν;

– Και όταν βρέχει, εγώ δεν μπορώ να κοιμηθώ και πάω και ξαπλώνω στην κρεβατοκάμαρα των γονιών μου.

Μετά από λίγο, μου λέει ο πατέρας μου:

«Τοτό, κοιμήθηκες;»

«Όχι», του απαντάω.

Μετά από λίγο με ξαναρωτάει:

«Τοτό, κοιμήθηκες;»

«Όχι», του απαντάω.

Μετά από λίγο με ρωτάει για τρίτη φορά:

«Τοτό, κοιμήθηκες;»

«Όχι», του απαντάω. Και μ’ αρχίζει στις σφαλιάρες…

Μετά από μια βδομάδα, πάει ο Τοτός στο σχολείο, με τα δύο του μάτια πρησμένα και μελανιασμένα.

Τον κοιτάει τρομαγμένα η δασκάλα του και του λέει:

– Τοτό μου, τι έπαθες;

– Κυρία, χθες βράδυ έβρεξε. Και πήγα και ξάπλωσα στην κρεβατοκάμαρα των γονιών μου και μετά από λίγο, με ρωτάει ο πατέρας μου:

«Τοτό, κοιμήθηκες;»

Χαζός είμαι να του απαντήσω; Δε λέω τίποτα.

Μετά από λίγο, με ξαναρωτάει:

«Τοτό, κοιμήθηκες;»

Εγώ, δε μιλάω.

Μετά από λίγο, με ρωτάει για τρίτη φορά:

«Τοτό, κοιμήθηκες;» Εγώ, δε μιλάω.

Μετά από λίγο, ακούω την μητέρα μου να λέει στον πατέρα μου:

«Αχ, ναι, πάρε με! Πάρε με!»

Οπότε και εγώ, τινάζομαι όρθιος και τους λέω:

«Καλέ, πού πάτε; Πάρτε με και μένα μαζί σας!».


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ