Η ελληνική αγορά εργασίας πρόκειται να υποστεί σημαντικές αλλαγές την επόμενη δεκαετία, σύμφωνα με τον Δείκτη Έλλειψης Εργατικού Δυναμικού και Δεξιοτήτων του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (CEDEFOP). Τα δεδομένα αποκαλύπτουν ότι η απόσταση μεταξύ των διαθέσιμων θέσεων εργασίας και των ανέργων θα μειωθεί, καθιστώντας δυσκολότερη την εξεύρεση κατάλληλου προσωπικού από τις επιχειρήσεις.
Η υπάρχουσα κατάσταση και το επικείμενο χάσμα
Παρότι η αγορά εργασίας παραμένει επί του παρόντος «χαλαρή», με την ανεργία να υπερβαίνει τις διαθέσιμες θέσεις εργασίας, εκτιμάται ότι υπάρχουν περισσότερες από 200.000 κενές θέσεις εργασίας. Σύμφωνα με στοιχεία της ΔΥΠΑ, ο αριθμός των ανέργων ανέρχεται σε περίπου 977.000 άτομα, δημιουργώντας ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα ισορροπίας στην αγορά.
Ο Δείκτης CEDEFOP βασίζεται σε τρεις βασικούς πυλώνες αξιολόγησης:
Ελλείψεις από την πλευρά της ζήτησης, όπου η αύξηση των αναγκών συγκεκριμένων τομέων θα υπερβεί την προσφορά εργατικού δυναμικού με τις απαιτούμενες δεξιότητες.
Ελλείψεις από την πλευρά της προσφοράς, που αναφέρονται στην ανάγκη αντικατάστασης προσωπικού λόγω συνταξιοδότησης ή αποχώρησης από την αγορά εργασίας.
Ανισορροπίες προσόντων, όπου τα απαιτούμενα προσόντα για συγκεκριμένες θέσεις δεν θα αντιστοιχούν σε αυτά που διαθέτει το υπάρχον εργατικό δυναμικό.
Οι κατηγορίες αυτές βαθμολογούνται σε κλίμακα από το 1 (μηδενική έλλειψη) έως το 4 (έντονη έλλειψη), καταγράφοντας τους τομείς με τη μεγαλύτερη ζήτηση έως το 2035.
Επαγγέλματα υψηλής εξειδίκευσης
Σύμφωνα με τα ευρήματα, οι μεγαλύτερες ελλείψεις προσωπικού αναμένονται στον τομέα της υγείας, με το νοσηλευτικό προσωπικό να είναι σε μεγαλύτερη ζήτηση από τους γιατρούς. Παράλληλα, θα υπάρξει αυξημένη ζήτηση για διευθυντικά στελέχη, στελέχη διοίκησης και εμπορικής διεύθυνσης, καθώς και για επιστήμονες νομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών υπηρεσιών. Ιδιαίτερη έλλειψη θα παρατηρηθεί σε συνεργάτες τεχνικής εξειδίκευσης, όπως βοηθοί μηχανικών, ενώ αντίθετα οι επιστήμονες-μηχανικοί δεν θα αντιμετωπίσουν σημαντικές δυσκολίες.
Επαγγέλματα μεσαίας εξειδίκευσης
Όσοι διαθέτουν δευτεροβάθμια ή μεταλυκειακή εκπαίδευση θα έχουν περιορισμένες ευκαιρίες σε μη χειρωνακτικά επαγγέλματα, με εξαίρεση τους τομείς της προσωπικής φροντίδας, των υπηρεσιών και των πωλήσεων. Στα χειρωνακτικά επαγγέλματα, αναμένεται σοβαρή έλλειψη σε ειδικότητες όπως τεχνίτες συναρμολόγησης, χειριστές μηχανημάτων, οδηγοί, ηλεκτρολόγοι και ηλεκτρονικοί. Ειδικότερα, οι τομείς της μεταποίησης, της επεξεργασίας τροφίμων, της ξυλουργικής και της ιματιοτεχνίας θα εμφανίσουν αυξημένες ανάγκες σε εξειδικευμένο προσωπικό.
Επαγγέλματα χαμηλής εξειδίκευσης
Για όσους διαθέτουν μόνο βασική εκπαίδευση, οι επαγγελματικές προοπτικές θα είναι ιδιαίτερα περιορισμένες. Οι μεγαλύτερες ελλείψεις θα καταγραφούν σε τομείς όπως τα ορυχεία, η οικοδομή, οι βιομηχανίες και οι μεταφορές. Παρόλα αυτά, η ανισορροπία προσόντων θα είναι έντονη, καθώς οι διαθέσιμοι εργαζόμενοι δεν θα διαθέτουν τις απαιτούμενες δεξιότητες για τις υπάρχουσες θέσεις.
Ένας ακόμα τομέας με έλλειψη προσωπικού χαμηλής ειδίκευσης είναι οι περιστασιακές υπηρεσίες και οι υπαίθριες πωλήσεις, που περιλαμβάνουν επαγγέλματα όπως οι παρκαδόροι, οι φορτοεκφορτωτές και οι διανομείς φυλλαδίων. Ακόμα και σε αυτή την κατηγορία, όμως, η ανισορροπία μεταξύ ζητούμενων δεξιοτήτων και προσφερόμενου εργατικού δυναμικού θα είναι υψηλή.
Όπως είναι κατανοητό η ελληνική αγορά εργασίας θα βρεθεί αντιμέτωπη με σημαντικές προκλήσεις έως το 2035. Η εξειδικευμένη εργασία θα έχει αυξημένη ζήτηση, ενώ οι εργαζόμενοι μεσαίας και χαμηλής ειδίκευσης θα δυσκολευτούν να ενταχθούν στην αγορά. Η σωστή πρόβλεψη των δεξιοτήτων και η προσαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος στις ανάγκες της αγοράς θα αποτελέσουν κρίσιμους παράγοντες για την κάλυψη των μελλοντικών κενών απασχόλησης.

