Ο Καρόλ Ναβρότσκι, υποψήφιος της συντηρητικής και εθνικιστικής δεξιάς, επικράτησε οριακά στις προεδρικές εκλογές της Πολωνίας, σηματοδοτώντας ένα νέο κεφάλαιο αβεβαιότητας για την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τουσκ και τις σχέσεις της Βαρσοβίας με τις Βρυξέλλες.
Με τη στήριξη του κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS), ο Ναβρότσκι συγκέντρωσε το 50,89% των ψήφων στον δεύτερο γύρο, αφήνοντας πίσω του τον φιλοευρωπαίο αντίπαλό του, Ραφάλ Τρζασκόφσκι, ο οποίος έλαβε το 49,11%. Το αποτέλεσμα ήρθε μετά από ανατροπή, καθώς τα πρώτα exit polls είχαν δώσει ελαφρύ προβάδισμα στον Τρζασκόφσκι, οδηγώντας τον μάλιστα να δηλώσει νικητής.
Ο Ναβρότσκι, ωστόσο, δεν αποδέχτηκε την ήττα, δηλώνοντας με αυτοπεποίθηση ότι η τελική καταμέτρηση θα του δώσει τη νίκη. «Θα νικήσουμε και θα σώσουμε την Πολωνία», είπε χαρακτηριστικά το βράδυ των εκλογών.
Η προεκλογική περίοδος χαρακτηρίστηκε από έντονη πόλωση, με τους δύο υποψηφίους να εκφράζουν διαμετρικά αντίθετες πολιτικές κατευθύνσεις. Ο ρόλος του προέδρου, αν και σε μεγάλο βαθμό θεσμικός, περιλαμβάνει κρίσιμες αρμοδιότητες στην εξωτερική πολιτική, στην άμυνα και –κυρίως– στο δικαίωμα άσκησης βέτο σε νομοθετικές πρωτοβουλίες. Το προεδρικό βέτο μπορεί να ανατραπεί μόνο με αυξημένη πλειοψηφία 60%, την οποία η κυβέρνηση Τουσκ δεν διαθέτει στο κοινοβούλιο.
Η εκλογή Ναβρότσκι αναμένεται να επιδεινώσει το ήδη τεταμένο πολιτικό σκηνικό, καθώς καθιστά δύσκολη την υλοποίηση βασικών μεταρρυθμίσεων στους τομείς του κράτους δικαίου, των κοινωνικών δικαιωμάτων και των σχέσεων με την Ε.Ε. Η συμβίωση με τον απερχόμενο πρόεδρο Αντρέι Ντούντα υπήρξε ήδη δύσκολη· η προεδρία Ναβρότσκι προβλέπεται ακόμη πιο συγκρουσιακή, με νέα πολιτικά εμπόδια μπροστά στην κυβέρνηση.
Όπως είχε προειδοποιήσει πριν τις εκλογές ο πολιτικός αναλυτής Άλεξ Στσέρμπιακ, «αν ο Ναβρότσκι κερδίσει, ο Τουσκ θα αντιμετωπίσει δύο χρόνια κυβερνητικής παράλυσης. Και αυτή τη φορά, ο πρόεδρος θα διαθέτει νωπή λαϊκή εντολή, που ουσιαστικά θα εκληφθεί ως ψήφος δυσπιστίας προς την κυβέρνηση».
Το πολιτικό μέλλον της Πολωνίας παραμένει αβέβαιο, καθώς η χώρα εισέρχεται σε μια περίοδο θεσμικής τριβής και αναμένεται να δυσκολευτεί περαιτέρω να ευθυγραμμιστεί με τις ευρωπαϊκές αξίες και πολιτικές μέχρι τις βουλευτικές εκλογές του 2027.

