Όταν ο Ντόναλντ Τραμπ κραδαίνει δασμούς, ο κόσμος δεν κοιτάει απλώς τους αριθμούς, αφουγκράζεται ένα οικονομικό manifestο που υπόσχεται αναγέννηση, αλλά απειλεί με ρήξη.
Γράφει ο Κωνσταντίνος Θεοδωρακόπουλος – Οικονομολόγος
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, κουρασμένες από δεκαετίες αποβιομηχάνισης, κοιτούν πίσω με νοσταλγία και μπροστά με επιθετική αποφασιστικότητα. Το νέο δασμολογικό σχέδιο δεν είναι μια τεχνοκρατική ρύθμιση, είναι μια επίθεση. Μια μάχη για εργοστάσια, θέσεις εργασίας και το δικαίωμα της Αμερικής να φτιάχνει, όχι μόνο να καταναλώνει. Όμως, πίσω από τη ρητορική του “Made in America” κρύβεται μια επικίνδυνη ερώτηση: τι συμβαίνει όταν ένα έθνος προσπαθεί να ξαναβρεί τον εαυτό του μέσω οικονομικής πολιορκίας; Αυτό το άρθρο δεν είναι ένας απλός απολογισμός. Είναι ανατομία ενός πολιτικού ρίσκου με παγκόσμιες προεκτάσεις.
Το πρόσφατο δασμολογικό σχέδιο του Ντόναλντ Τραμπ εισάγει σαρωτικούς προστατευτικούς δασμούς με στόχο την ανάσχεση εισαγωγών και την τόνωση της εγχώριας βιομηχανίας. Βασικός άξονας της πολιτικής αυτής είναι ένας οριζόντιος δασμός 10% σε όλα τα εισαγόμενα προϊόντα, σε συνδυασμό με υψηλότερους «ανταποδοτικούς» δασμούς για χώρες με τις οποίες οι ΗΠΑ έχουν μεγάλα εμπορικά ελλείμματα. Η κυβέρνηση Τραμπ κήρυξε την χρόνια ανισορροπία στο εμπορικό ισοζύγιο ως εθνική οικονομική έκτακτη ανάγκη, υποστηρίζοντας ότι το επίμονο ετήσιο έλλειμμα στο εμπόριο αγαθών (που ξεπέρασε το $1,2 τρις το 2024) έχει «αποδεκατίσει τη μεταποιητική μας βάση», αποθαρρύνοντας επενδύσεις σε προηγμένη παραγωγή και καθιστώντας κρίσιμες αλυσίδες εφοδιασμού, ακόμη και την αμυντική βιομηχανία, εξαρτημένες από ξένους ανταγωνιστές. Ο Τραμπ διατυμπανίζει ότι «Made in America» δεν είναι απλώς σλόγκαν αλλά προτεραιότητα, θεωρώντας τους δασμούς αναγκαίους για δίκαιο εμπόριο και για την προστασία των Αμερικανών εργαζομένων. Η φιλοσοφία του «χρυσού κανόνα» στην εμπορική πολιτική “Treat us like we treat you” μεταφράζεται σε ανταποδοτικούς δασμούς, χώρες που επιβάλλουν υψηλότερους δασμούς στα αμερικανικά προϊόντα θα αντιμετωπίζουν αντίστοιχα αυξημένους δασμούς στις εξαγωγές τους προς τις ΗΠΑ.
Στο πλαίσιο αυτό, συγκεκριμένοι κλάδοι-στόχοι είναι τα βιομηχανικά και τεχνολογικά προϊόντα όπου οι ΗΠΑ θεωρούν ότι υφίστανται μη αμοιβαία μεταχείριση.
Για παράδειγμα, στα επιβατικά αυτοκίνητα, έναν τομέα όπου η Ευρώπη έχει πλεόνασμα έναντι των ΗΠΑ, οι εισαγωγικοί δασμοί των ΗΠΑ αυξάνονται στο 25%, ενώ η ΕΕ ήδη επιβάλλει 10% στα αμερικανικά αυτοκίνητα. Πράγματι, ο Τραμπ ανακοίνωσε δασμό 25% στα εισαγόμενα αυτοκίνητα και εξαρτήματα (ισχύοντα από 3 Απριλίου 2025), μέτρο με άμεσο στόχο τις μεγάλες ευρωπαϊκές και ασιατικές αυτοκινητοβιομηχανίες.
Επίσης, βιομηχανικά μέταλλα όπως ο χάλυβας και το αλουμίνιο παραμένουν υπό δασμό 25% (επέκταση των προηγούμενων δασμών Section 232), πλήττοντας κυρίως προμηθευτές από την ΕΕ, τον Καναδά και άλλες χώρες. Σε ό,τι αφορά την Κίνα, η οποία κατέχει το μεγαλύτερο διμερές εμπορικό έλλειμμα με τις ΗΠΑ, προβλέπονται δασμοί πολύ υψηλού επιπέδου: το σχέδιο κλιμακώνει τον υφιστάμενο εμπορικό πόλεμο ανεβάζοντας τους δασμούς σε κινεζικά αγαθά σε πολυεπίπεδα ποσοστά (μέχρι και 145%) Οι δασμοί αυτοί στοχεύουν εκτεταμένη γκάμα προϊόντων, από ηλεκτρονικά και μηχανήματα έως καταναλωτικά είδη, με σκοπό να ασκηθεί πίεση για «αντισταθμιστική» αντιμετώπιση της κινεζικής βιομηχανικής πολιτικής και πρακτικών (π.χ. κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας).
Συνολικά, το προστατευτικό αυτό πλαίσιο αποσκοπεί στο να μειώσει άμεσα τις εισαγωγές και το έλλειμμα, να επαναφέρει θέσεις εργασίας στη μεταποίηση και να ενισχύσει την εθνική ασφάλεια μέσω αυτάρκειας σε κρίσιμους τομείς. Οι διακηρυγμένοι στόχοι του Τραμπ περιλαμβάνουν την επαναφορά βιομηχανιών όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, τα μηχανήματα, τα ηλεκτρονικά και άλλα αγαθά υψηλής προστιθέμενης αξίας πίσω στο εγχώριο έδαφος, θεωρώντας τους δασμούς εργαλείο για επαναβιομηχάνιση και ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας των ΗΠΑ.
Επιπτώσεις στις ΗΠΑ: Βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα
Βραχυπρόθεσμα, το δασμολογικό αυτό σοκ αναμένεται να έχει μικτές συνέπειες για την οικονομία των ΗΠΑ. Από τη μία πλευρά, ορισμένοι εγχώριοι κλάδοι ενδέχεται να ωφεληθούν: η προστασία από ξένο ανταγωνισμό μπορεί να αυξήσει τη ζήτηση για αμερικανικά προϊόντα, οδηγώντας σε προσωρινή άνοδο της παραγωγής και της απασχόλησης σε τομείς όπως ο χάλυβας, η αυτοκινητοβιομηχανία, τα έπιπλα, κ.ά. Ήδη, η κυβέρνηση επισημαίνει ενδείξεις θετικής ανταπόκρισης, όπως σχεδιαζόμενες επενδύσεις σε νέες μονάδες παραγωγής (π.χ. η ανακοίνωση της Hyundai για εργοστάσιο χάλυβα $5,8 δισ. στις ΗΠΑ παρουσιάστηκε από τον Τραμπ ως απόδειξη ότι οι δασμοί προσελκύουν βιομηχανίες). Επιπλέον, η μείωση των εισαγωγών αναμένεται να βελτιώσει το εμπορικό ισοζύγιο: οικονομικές εκτιμήσεις δείχνουν ότι οι δασμοί θα μπορούσαν να μειώσουν τις εισαγωγές των ΗΠΑ κατά ~16% (περίπου $542 δισ.) το 2025.
Το εμπορικό έλλειμμα ίσως συρρικνωθεί, επιτυγχάνοντας τον δηλωμένο στόχο «επαναφοράς ισορροπίας» στο εξωτερικό εμπόριο. Παράλληλα, τα δασμολογικά έσοδα αποτελούν έμμεση δημοσιονομική ενίσχυση: οι νέοι δασμοί εκτιμάται ότι θα αποφέρουν πάνω από $150 δισ. ετησίως στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση (ένα είδος φόρου επί των εισαγομένων αγαθών), συγκεντρώνοντας συνολικά ~$2,1 τρις μέσα στην επόμενη δεκαετία. Αυτά τα έσοδα, τα οποία αντιστοιχούν στη μεγαλύτερη αύξηση φορολογικών βαρών από το 1993, θα μπορούσαν θεωρητικά να χρηματοδοτήσουν υποδομές ή βιομηχανικές πολιτικές. Επίσης, η ενεργοποίηση αδρανών βιομηχανικών δυνατοτήτων και η αναθέρμανση της παραγωγικής βάσης (ιδίως σε περιοχές που είχαν πληγεί από αποβιομηχάνιση) ενδέχεται να μειώσουν την ανεργία βραχυπρόθεσμα και να τονώσουν την τοπική ανάπτυξη. Δεν είναι τυχαίο ότι το συνδικάτο εργατών αυτοκινητοβιομηχανίας (UAW) χαιρέτισε την κίνηση ως ένα τέλος στην «καταστροφική περίοδο ελεύθερου εμπορίου που ρήμαξε την εργατική τάξη επί δεκαετίες».
Από την άλλη πλευρά, οι αρνητικές επιπτώσεις είναι άμεσα αισθητές. Οι δασμοί λειτουργούν ουσιαστικά ως έμμεσοι φόροι στους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις που αγοράζουν εισαγόμενα αγαθά: σχετικές μελέτες υπολογίζουν ότι το πακέτο δασμών θα κοστίσει στον μέσο αμερικανικό πυρήνα οικογένειας περίπου $1.200 επιπλέον το 2025 σε αυξημένες τιμές προϊόντων (και $1.460 το 2026), επιβαρύνοντας δυσανάλογα τα νοικοκυριά χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος. Πολλά καταναλωτικά αγαθά, από αυτοκίνητα και ηλεκτρονικά μέχρι τρόφιμα και ρουχισμό, θα ακριβύνουν, διαβρώνοντας την αγοραστική δύναμη.
Οι επιχειρήσεις επίσης αντιμετωπίζουν αυξημένο κόστος εισαγόμενων πρώτων υλών και εξαρτημάτων: για παράδειγμα, η αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία εξαρτάται από διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες και η επιβολή δασμών στα εισαγόμενα ανταλλακτικά ($197 δισ. αξίας εισαγωγών ετησίως) θα ανεβάσει το κόστος παραγωγής οχημάτων. Αυτό μπορεί να μειώσει την ανταγωνιστικότητα των τελικών προϊόντων των ΗΠΑ, αναιρώντας μέρος του οφέλους προστασίας. Επιπλέον, ο πληθωρισμός μπορεί να αυξηθεί βραχυπρόθεσμα λόγω της ανόδου τιμών στα εισαγόμενα, μια ανησυχία που επισημάνθηκε από οικονομολόγους δεδομένου ότι τέτοια κόστη μετακυλίονται στους καταναλωτές. Συνολικά, προβλέπεται επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης: οι δασμοί εκτιμάται ότι θα μειώσουν το αμερικανικό ΑΕΠ κατά ~0,7% (πριν καν συνυπολογιστούν αντίποινα από το εξωτερικό) μέσα στο πρώτο έτος εφαρμογής. Ήδη η Fed και ο ΟΟΣΑ υποβάθμισαν τις προβλέψεις ανάπτυξης για το 2025, ενώ αυξάνονται οι φόβοι ότι μια κλιμάκωση θα μπορούσε να οδηγήσει σε ύφεση.
Μακροπρόθεσμα, οι συνέπειες είναι ακόμη πιο σύνθετες και θα εξαρτηθούν από τις αντιδράσεις τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς. Στο θετικό σενάριο, η προστατευτική αυτή στροφή θα δώσει χρόνο και κίνητρα στην αμερικανική βιομηχανία να ανακτήσει χαμένο έδαφος τεχνολογικά. Αν οι δασμοί συνδυαστούν με αποτελεσματικές βιομηχανικές πολιτικές (επενδύσεις σε καινοτομία, υποδομές, εκπαίδευση εργατικού δυναμικού), οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να αντιστρέψουν την πορεία αποβιομηχάνισης και να ξαναχτίσουν μια εύρωστη τεχνολογική παραγωγική βάση.
Το επιτελείο Τραμπ βλέπει τους δασμούς ως μοχλό πίεσης για «αντιστροφή της τεχνολογικής εξειδίκευσης» που έχει συντελεστεί τις τελευταίες δεκαετίες. Πράγματι, παρατηρείται ότι οι ΗΠΑ από παγκόσμιος ηγέτης σε προηγμένα βιομηχανικά προϊόντα έχουν εξελιχθεί σε καθαρό εισαγωγέα υψηλής τεχνολογίας, παρουσιάζοντας έλλειμμα σε κλάδους όπως μηχανήματα, εξοπλισμός και ηλεκτρονικά.
Αυτό συνιστά μια ανησυχητική τάση «αντίστροφης εξειδίκευσης», όπου η οικονομία στρέφεται σε χαμηλότερης προστιθέμενης αξίας δραστηριότητες και βασίζεται σε εισαγωγές για προϊόντα αιχμής. Αν το δασμολογικό πρόγραμμα πετύχει, θα πρέπει να μειώσει αυτήν την εξάρτηση από εισαγόμενη τεχνολογία, δίνοντας χώρο στην εγχώρια βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας να αναπτυχθεί. Οι πιο αισιόδοξες προβλέψεις υποστηρίζουν ότι, με το κατάλληλο πλαίσιο, η αναβίωση της μεταποίησης στις ΗΠΑ μπορεί να δημιουργήσει ποιοτικές θέσεις εργασίας στη βιομηχανία, να ενισχύσει την καινοτομία (καθώς οι επιχειρήσεις θα έχουν κίνητρο να παράγουν εγχωρίως τα προηγμένα εξαρτήματα) και να βελτιώσει τη διανεμητική δικαιοσύνη. Είναι γνωστό ότι η αποβιομηχάνιση και η πίεση από τον διεθνή ανταγωνισμό συνέβαλαν στην πίεση των μισθών και στη μείωση του μεριδίου της εργασίας στο ΑΕΠ (λειτουργική ανισότητα εισοδήματος). Με ενδεχόμενη αναθέρμανση της βιομηχανίας, το μερίδιο των μισθωτών μπορεί να αυξηθεί ξανά, βοηθώντας στη μείωση των ανισοτήτων. Επίσης, η ανασυγκρότηση κρίσιμων τομέων (ημιαγωγοί, μηχανουργία, πράσινες τεχνολογίες) θα βελτιώσει την οικονομική ασφάλεια των ΗΠΑ, καθιστώντας τες λιγότερο ευάλωτες σε εξωτερικά σοκ (όπως αυτά που ανέδειξε η πανδημία COVID-19 όταν προκλήθηκαν ελλείψεις λόγω διεθνών διαταραχών εφοδιασμού).
Ωστόσο, πολλοί οικονομολόγοι προειδοποιούν για αρνητικές μακροπρόθεσμες συνέπειες. Οι δασμοί, εάν παραμείνουν επί μακρόν, μπορεί να υπονομεύσουν την αποδοτικότητα της οικονομίας: χωρίς τον ανταγωνισμό των εισαγωγών, ορισμένες επιχειρήσεις ίσως αντιμετωπίσουν λιγότερη πίεση για καινοτομία και συγκράτηση κόστους, οδηγώντας σε χαμηλότερη παραγωγικότητα. Επιπλέον, οι εμπορικοί εταίροι δεν μένουν αδρανείς – ήδη η Ευρώπη, ο Καναδάς, η Κίνα και άλλοι έχουν επιβάλει αντισταθμιστικούς δασμούς σε αμερικανικά προϊόντα αξίας εκατοντάδων δισεκατομμυρίων. Τα αντίποινα αυτά καθιστούν τα αμερικανικά εξαγόμενα αγαθά λιγότερο ανταγωνιστικά στις εν λόγω αγορές, πλήττοντας εξωστρεφείς τομείς (π.χ. αγροτικά προϊόντα, αεροσκάφη, βιομηχανικό εξοπλισμό).
Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι η ανακατανομή του διεθνούς εμπορίου χωρίς ουσιαστική κέρδη για τις ΗΠΑ: οι εισαγωγές απλώς θα στραφούν από χώρες με υψηλό δασμό (π.χ. Κίνα) προς τρίτες χώρες με μικρότερο δασμό, ενώ οι αμερικανικές εξαγωγές θα βρεθούν σε μειονεκτική θέση παγκοσμίως. Σε ένα τέτοιο σενάριο, οι ΗΠΑ κινδυνεύουν να χάσουν μερίδια αγορών διεθνώς και να δουν επιβράδυνση της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης. Ήδη αρκετοί οικονομολόγοι επισημαίνουν ότι η θεώρηση των ελλειμμάτων ως «εξ ορισμού επιζήμιων» είναι απλοϊκή και ότι οι δασμοί αυτού του μεγέθους αποτελούν εσφαλμένη κατανόηση του διεθνούς εμπορίου. Τονίζουν ότι το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ συνδέεται και με μακροοικονομικούς παράγοντες (υψηλή κατανάλωση, χαμηλή αποταμίευση, ισχυρό δολάριο) που δεν επιλύονται με δασμούς. Επίσης, υπάρχει ο κίνδυνος οι δασμοί να διαταράξουν τις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας με τρόπους που θα πλήξουν μακροπρόθεσμα την ανταγωνιστικότητα των αμερικανικών επιχειρήσεων, ειδικά σε τομείς όπου η παραγωγή είναι διεθνοποιημένη (π.χ. ηλεκτρονικά, αυτοκινητοβιομηχανία).
Τέλος, αν οι εμπορικές εντάσεις μονιμοποιηθούν, μπορεί να επέλθει συστημική μεταβολή: άλλες χώρες ίσως ενισχύσουν τη μεταξύ τους συνεργασία, μειώνοντας τον ρόλο των ΗΠΑ στο παγκόσμιο εμπορικό σύστημα, κάτι που θα ζημιώσει την αμερικανική οικονομία μακροπρόθεσμα.
Το δασμολογικό σχέδιο του Τραμπ υπόσχεται να αναστήσει τη μεταποίηση στις ΗΠΑ και να διορθώσει ιστορικές ανισορροπίες, όμως ενέχει σημαντικά ρίσκα. Η έκβαση θα εξαρτηθεί από το εάν οι δασμοί θα λειτουργήσουν ως γέφυρα προς μια πιο ανταγωνιστική βιομηχανία (με παράλληλη εφαρμογή εθνικής βιομηχανικής πολιτικής) ή θα διολισθήσουν σε παρατεταμένο εμπορικό πόλεμο που θα βλάψει την οικονομική ευημερία. Οι δασμοί του Τραμπ δεν είναι απλώς μέτρα οικονομικής πολιτικής, είναι πολιτισμική δήλωση, εργαλείο αναδιάρθρωσης και πιθανότατα… δίκοπο μαχαίρι. Από τη μια, ξυπνούν την κοιμώμενη βιομηχανία. Από την άλλη, ίσως κοιμίζουν την ανταγωνιστικότητα.
Ο προστατευτισμός προσφέρει ανάσα, αλλά όχι θεραπεία. Αν οι ΗΠΑ θελήσουν όντως να ξαναγίνουν βιομηχανική υπερδύναμη, θα χρειαστούν κάτι πολύ περισσότερο από δασμούς: όραμα, εκπαίδευση, καινοτομία, συμμαχίες. Αν όχι, τότε το “America First” μπορεί να καταλήξει “America Alone” – σε έναν κόσμο που δεν συγχωρεί την αυτάρκεια χωρίς αυτογνωσία. Το στοίχημα είναι υπαρξιακό. Και ο χρόνος μετράει.

