Μια τριών ετών ψυχή βρέθηκε νεκρή στη θάλασσα, στο Παλαιό Φάληρο. Μόνο με το μαγιό της. Πνιγμένη. Μόνη. Κανείς δεν την αναζήτησε. Καμία αγωνία, καμία φωνή, καμία ανάρτηση. Ένα παιδί που δεν έλειψε από κανέναν. Σαν να μην υπήρξε ποτέ. Η απόλυτη εγκατάλειψη.
Της: Έπης Τρίμη
Την ίδια στιγμή, χιλιάδες παιδιά στη Γάζα πεθαίνουν. Όχι μόνο από βόμβες. Πεθαίνουν από πείνα. Από δίψα. Από έλλειψη φαρμάκων, καθαρού νερού, περίθαλψης. Σβήνουν σιωπηλά, βασανιστικά, από έναν κόσμο που δεν νοιάζεται. Δεν πεθαίνουν απλώς. Αφήνονται να πεθάνουν.
Κι εμείς; «Δεν βλέπουμε;» Όχι, βλέπουμε. Ξέρουμε. Οι εικόνες είναι μπροστά μας – στα χέρια μας, στις οθόνες μας. Τα παιδικά πρόσωπα έχουν γίνει ένα αδιάφορο κομμάτι της καθημερινότητάς μας που πλέον δεν μας αγγίζει. Εμείς, σκρολάρουμε. Ίσως μοιραστούμε ένα βίντεο. Ίσως μουρμουρίσουμε «τι φρίκη» και συνεχίσουμε αδιάφοροι την καθημερινότητά μας στον μικρόκοσμό μας.
Δεν είναι ότι δεν καταλαβαίνουμε. Είναι ότι φοβόμαστε να νιώσουμε. Γιατί το να νιώσεις σημαίνει να πονέσεις. Και το να πονέσεις σημαίνει να κάνεις κάτι. Να σηκωθείς, να φωνάξεις, να αντιδράσεις. Κι αυτό κοστίζει. Γι’ αυτό διαλέγουμε την αδράνεια. Φοβόμαστε την ενοχή, κι έτσι καταλήγουμε στην σιωπή που σταδιακά μετατρέπεται σε πλήρη αναισθησία.
Η ανθρώπινη ζωή μετράει πια με γεωγραφικά κριτήρια. Άλλη αξία έχει στο Κίεβο, άλλη στο Παρίσι, άλλη στο Φάληρο, άλλη στη Γάζα. Άλλη η ζωή των «δικών μας», άλλη των «άλλων». Σα να μην είμαστε όλοι άνθρωποι.
Αλλά το μεγαλύτερο έγκλημα δεν είναι ο θάνατος.
Είναι η σιωπή μας γι’ αυτόν.
Όταν ένα παιδί πνίγεται και κανείς δεν το αναζητά, όταν άλλο παιδί πεθαίνει από την πείνα και δεν φωνάζει κανείς, δεν φταίει μόνο το σύστημα. Φταίμε όλοι. Γιατί είδαμε. Και επιλέξαμε να μην αντιδράσουμε.
Η σιωπή μας δεν είναι ουδέτερη.
Είναι θάνατος με άλλο όνομα.

