Εδώ και μερικά χρόνια ακούμε για αυξήσεις μισθών, βελτίωση των οικονομικών δεικτών και σταθερή ανάπτυξη. Στα χαρτιά, οι αριθμοί δείχνουν ενθαρρυντικοί.
Της: Έπης Τρίμη
Στην πράξη, όμως, οι περισσότεροι εργαζόμενοι βιώνουν κάτι πολύ διαφορετικό: κάθε μήνα, το διαθέσιμο εισόδημα μικραίνει, και η καθημερινότητα γίνεται όλο και πιο ασφυκτική.
Ο λόγος; Δύο παράγοντες που λειτουργούν συνδυαστικά είναι ο πληθωρισμός και η φορολογία.
Ο «σιωπηλός» πληθωρισμός
Ο πληθωρισμός μπορεί να μην καταγράφει πια τα εκρηκτικά ποσοστά της περιόδου μετά την πανδημία, ωστόσο παραμένει σταθερά πάνω από τα προ κρίσης επίπεδα. Μιλάμε για έναν δείκτη που κινείται γύρω στο 2,5%-3%, αλλά αυτός ο μέσος όρος κρύβει μεγάλες αλήθειες: για τα νοικοκυριά που ξοδεύουν το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους σε τρόφιμα, ενέργεια και στέγαση, η πραγματική αύξηση του κόστους ζωής είναι πολύ μεγαλύτερη.
Η μεσαία τάξη, και ειδικά οι μισθωτοί, πληρώνουν ακριβά αυτή την ανισότητα. Το καλάθι του σούπερ μάρκετ, οι λογαριασμοί ρεύματος και το ενοίκιο καταναλώνουν κάθε ευρώ της «αύξησης» πριν καν αυτή φανεί στον τραπεζικό λογαριασμό.
Η αόρατη παγίδα της φορολογίας
Το δεύτερο «χτύπημα» έρχεται από το φορολογικό σύστημα. Οι φορολογικές κλίμακες παραμένουν παγωμένες εδώ και χρόνια, ενώ οι μισθοί αυξάνονται – έστω και ονομαστικά. Αυτό σημαίνει ότι όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι «σκαρφαλώνουν» σε υψηλότερα κλιμάκια, πληρώνοντας μεγαλύτερο ποσοστό φόρου, χωρίς στην ουσία να έχουν αυξημένη αγοραστική δύναμη.
Το αποτέλεσμα; Η εφορία απορροφά σημαντικό κομμάτι της μισθολογικής αύξησης, ενώ το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα παραμένει στάσιμο ή και μειώνεται.
Το κοινωνικό αποτύπωμα
Η κυβέρνηση βλέπει σε αυτή την εξέλιξη έναν τρόπο να ενισχύει τα φορολογικά έσοδα και να πετυχαίνει δημοσιονομικούς στόχους. Για τους πολίτες, όμως, πρόκειται για μια συνθήκη διαρκούς οικονομικής ανασφάλειας.
Και εδώ προκύπτει το μεγάλο ζήτημα: αν η αυξημένη φορολογία επέστρεφε με τη μορφή ποιοτικών δημόσιων υπηρεσιών – καλύτερη υγεία, σύγχρονα σχολεία, αξιόπιστες συγκοινωνίες – η πίεση θα ήταν πιο ανεκτή. Όμως η πραγματικότητα δείχνει διαφορετική και αποκαρδιωτική. Υποστελεχωμένα νοσοκομεία, εκπαιδευτικές ελλείψεις που καλύπτονται με φροντιστήρια, και πολίτες που βάζουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για βασικές ανάγκες.
Η εικόνα αυτή δεν θυμίζει τα χρόνια της μεγάλης κρίσης, όμως δημιουργεί ένα υπόγειο κύμα δυσαρέσκειας. Μια αίσθηση ότι, παρά τις εξαγγελίες για «ανάκαμψη», η καθημερινότητα γίνεται πιο δύσκολη. Και αυτό το συναίσθημα, όσο μένει άλυτο, μπορεί να αποδειχθεί το πιο ανθεκτικό εμπόδιο στην πορεία της χώρας προς μια πραγματική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου.
Ακούει κανείς;

