Η πολυσυζητημένη συνάντηση του Ντόναλντ Τραμπ με τον Βλαντίμιρ Πούτιν στο Ελσίνκι το 2018 παραμένει μέχρι σήμερα ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα κεφάλαια της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Όπως υπογραμμίζει ο Guardian, εκείνη η κατ’ ιδίαν συζήτηση χωρίς σαφή στρατηγική ή θεσμικό πλαίσιο ανέδειξε τα ρίσκα μιας τέτοιας προσέγγισης.
Μετά τη συνάντηση, ο Τραμπ εμφανίστηκε να δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στις διαβεβαιώσεις του Ρώσου προέδρου ότι η Μόσχα δεν παρενέβη στις αμερικανικές εκλογές, παρά στις εκτιμήσεις των ίδιων των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών. Η περίφημη δήλωσή του «Δεν βλέπω λόγο να είναι η Ρωσία» προκάλεσε έντονη ανησυχία ακόμη και σε στελέχη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
Μάλιστα, η τότε σύμβουλός του για ρωσικά θέματα, Φιόνα Χιλ, αποκάλυψε ότι σκέφτηκε να προσποιηθεί ιατρικό περιστατικό για να διακόψει τη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε, κρίνοντάς την ιδιαίτερα επιζήμια για τα αμερικανικά συμφέροντα.
Σήμερα, επτά χρόνια μετά, η προγραμματισμένη συνάντηση των δύο ηγετών στην Άνκορατζ της Αλάσκας έχει προκαλέσει νέο κύμα ανησυχίας, ειδικά μεταξύ των Ευρωπαίων ηγετών και του Ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι. Ο φόβος εστιάζεται στην πιθανότητα μιας συμφωνίας που θα ωφελήσει τη Ρωσία, ενδεχομένως μέσω προτάσεων για «ανταλλαγές εδαφών» – ένα σενάριο που Κίεβο και Ευρώπη απορρίπτουν κατηγορηματικά.
Η απουσία ξεκάθαρου σχεδίου, η τάση του Τραμπ να βασίζεται στον αυτοσχεδιασμό και η πρόθεση για κλειστές συνομιλίες χωρίς συμβούλους, δημιουργούν το έδαφος για παρεξηγήσεις, ελλιπείς δεσμεύσεις και διπλωματικά κενά. Όπως έδειξε και η εμπειρία του 2018, τέτοιες επαφές μπορεί να επιτρέψουν στη Μόσχα να διαμορφώσει την αφήγηση και τους όρους προς όφελός της, χωρίς ουσιαστικές εγγυήσεις για την Ουκρανία ή την ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Η αυριανή συνάντηση στην Αλάσκα αναμένεται με έντονο ενδιαφέρον αλλά και ανησυχία, καθώς τα αποτελέσματά της ενδέχεται να επηρεάσουν καθοριστικά την πορεία του πολέμου και τη σταθερότητα στην περιοχή.

