Ο Παππάς, ο οποίος είχε καταδικαστεί πρωτοδίκως σε κάθειρξη 13 ετών και σήμερα βρίσκεται εκτός φυλακής, εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου δηλώνοντας αθώος και αδυνατώντας, όπως είπε, να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους κατηγορείται
Στην αίθουσα τελετών του Εφετείου Αθηνών συνεχίστηκε σήμερα η δίκη της Χρυσής Αυγής σε δεύτερο βαθμό, με την απολογία του Χρήστου Παππά — του κατηγορουμένου που εμφανίζεται ως ο «υπαρχηγός» της οργάνωσης.
Ο Παππάς, ο οποίος είχε καταδικαστεί πρωτοδίκως σε κάθειρξη 13 ετών και σήμερα βρίσκεται εκτός φυλακής, εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου δηλώνοντας αθώος και αδυνατώντας, όπως είπε, να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους κατηγορείται.
«Δεν έχω καταλάβει γιατί βρίσκομαι εδώ. Πουθενά δεν υπάρχει στοιχείο που να δείχνει ότι προέτρεψα κάποιον σε παράνομη πράξη. Το πρωτόδικο δικαστήριο με αντιμετώπισε άδικα, αγνοώντας τη θεσμική μου ιδιότητα ως κοινοβουλευτικού εκπροσώπου», υποστήριξε.
Κατά την απολογία του, ο Παππάς επεσήμανε ότι η ρητορική του μπορεί να υπήρξε οξεία, αλλά ποτέ βίαιη ή επικίνδυνη. «Στα χρόνια που ήμουν βουλευτής δεν δέχθηκα καμία επίπληξη από το Προεδρείο της Βουλής. Ίσως, όμως, το πρωτόδικο δικαστήριο να παρασύρθηκε από τα μέσα ενημέρωσης και τις πολιτικές αντιπαλότητες», σημείωσε, αφήνοντας αιχμές περί «εξωδικαστικών πιέσεων».
Αναφορικά με τον τίτλο του «υπαρχηγού», τον χαρακτήρισε «επινοημένο δημοσιογραφικό αφήγημα» που, όπως είπε, βασίστηκε στην ηλικία του και στη θέση που είχε στο κόμμα. Παράλληλα, αναφέρθηκε στο περιβόητο βίντεο με τον Τάκη Μπαλτάκο, λέγοντας: «Η Χρυσή Αυγή έκοβε ποσοστά από τη Νέα Δημοκρατία του Σαμαρά. Αυτό δεν είναι πολιτικός γκανγκστερισμός;».
Ο Παππάς σχολίασε και τη σχέση του με τον Νίκο Μιχαλολιάκο, δηλώνοντας ότι το γεγονός πως είναι κουμπάροι δεν συνιστά ποινικό αδίκημα. «Δεν ήμουν από τον στενό του κύκλο. Υπήρχαν άνθρωποι που περνούσαν όλη τους τη μέρα στο σπίτι του, αλλά δεν δικάζονται γιατί δεν είχαν δημοσιότητα», ανέφερε.
Αναφερόμενος στις φωτογραφίες που περιλαμβάνονται στη δικογραφία, τόνισε ότι πρόκειται για «παλιές, ιδιωτικές εικόνες» της νεότητάς του, οι οποίες –όπως είπε– χρησιμοποιήθηκαν αυθαίρετα. «Ήμουν τότε 20 ετών. Αυτά τα στοιχεία δεν έχουν καμία σχέση με τον βουλευτή που ήμουν αργότερα», ανέφερε χαρακτηριστικά τονίζοντας ότι «κάποιοι σκίζουν τα πτυχία Νομικής τους με αυτά τα πράγματα».
Κατά τη διάρκεια της απολογίας του, ο Χρήστος Παππάς επανήλθε στο θέμα της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, αρνούμενος κάθε σχέση ή επικοινωνία με στελέχη της Χρυσής Αυγής τη συγκεκριμένη ημέρα. «Δεν υπήρξε καμία επαφή, καμία επικοινωνία με κανέναν εκείνη τη μέρα. Εγώ ήμουν απών από τα κοινά επί 15 χρόνια και ξαφνικά έγινα βουλευτής — κάτι που ενόχλησε πολλούς», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο πρώην βουλευτής υποστήριξε ότι τόσο ο ίδιος όσο και η οικογένειά του υπέστησαν ανυπολόγιστες συνέπειες από τη δικαστική του περιπέτεια. Απαντώντας σε όσους επιχειρούν να τον συνδέσουν με τη δολοφονία Φύσσα, ο Παππάς εμφανίστηκε αγανακτισμένος: «Είπα εγώ ποτέ σε κανέναν “σκοτώστε τον ατυχή Φύσσα”; Για μένα η στέρηση ανθρώπινης ζωής δεν είναι μόνο το βαρύτερο ποινικό αδίκημα, είναι και το μεγαλύτερο αμάρτημα».
Ο κατηγορούμενος ρωτήθηκε από την Πρόεδρο σχετικά με φωτογραφίες που χρονολογούνται από το 1989. Όπως ανέφερε, σήμερα είναι 62 ετών και τότε ήταν νεότερος, δηλώνοντας ότι… «ήταν πιο ρομαντικός το 1989». Υποστήριξε ότι τα αρχεία αυτά ανασύρθηκαν από τα μέσα ενημέρωσης με σκοπό να δημιουργηθούν εντυπώσεις, επισημαίνοντας πως «δεν βρέθηκε τίποτα που να τον επιβαρύνει».
Η Εισαγγελέας επεσήμανε την ύπαρξη μίας φωτογραφίας όπου ο κατηγορούμενος εικονίζεται να αποδίδει χαιρετισμό μπροστά στον τάφο του Μουσολίνι. Ο κατηγορούμενος δεν αρνήθηκε το περιστατικό, υποστήριξε ωστόσο ότι η φωτογραφία είναι παλιά και ελήφθη «χάριν τιμής προς έναν φίλο» που τον φιλοξενούσε και ήταν εκείνος που την τράβηξε. Όπως είπε, «έτυχε να γνωρίζω αυτόν τον άνθρωπο» και η πράξη του δεν είχε πολιτική ή ιδεολογική σημασία.
Κλείνοντας, απέδωσε την καταδίκη του σε πολιτικά κίνητρα: «Έμεινα στη φυλακή όχι γιατί έκανα κάτι, αλλά γιατί έπαιρνα ψήφους από τον Σαμαρά. Αυτός ήταν ο λόγος της δίωξής μου».

