Μια σύντομη βιογραφία του Παύλου Μελά – Οι αποστολές του στη Μακεδονία – Το τραγικό του τέλος – Πώς η θυσία του Παύλου Μελά αφύπνισε την ελληνική κυβέρνηση και αποτέλεσε το έναυσμα για την έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα;
Η διακοπή από τον Δήμαρχο Φλώρινας Βασίλη Γιαννάκη, συναυλίας του συγκροτήματος «Banda Entopica», σε νυχτερινό κέντρο της πόλης, το βράδυ της Δευτέρας 22/12, λόγω του ότι ερμήνευσαν ένα τραγούδι με σλαβικούς στίχους έφερε ξανά στο προσκήνιο το Μακεδονικό. Αν κάποιος Νεοέλληνας είναι ταυτισμένος με τον Μακεδονικό Αγώνα, αυτός είναι ο Παύλος Μελάς. Ο θάνατός του, η δολοφονία του ορθότερα, το 1904, ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων στην Ελλάδα τότε και υποχρέωσαν την κυβέρνηση να στείλει αξιωματικούς και οπλίτες στη Μακεδονία. Η θυσία του Παύλου Μελά οδήγησε στον Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908) και στην απελευθέρωση της Μακεδονίας λίγα χρόνια αργότερα (1912-13).
Σύντομη βιογραφία του Παύλου Μελά (1870-1904)
Αν και ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε στη Μασσαλία στις 29 Μαρτίου 1870, όπου ο πατέρας του Μιχαήλ ήταν έμπορος σιτηρών, δεν είχε κάποια άλλη σχέση με τη Γαλλία. Οι Μελάδες κατάγονταν από φημισμένη βυζαντινή οικογένεια, πιθανότατα των Κεφαλάδων, μέλη της οποίας, πριν την άλωση της Πόλης εγκαταστάθηκαν στην Ήπειρο. Για αιώνες ζούσαν στο κάστρο των Ιωαννίνων, μέσα στο οποίο είχαν το αρχοντικό τους οι επιφανέστερες οικογένειες της πόλης. Από την οικογένεια καταγόταν και ο φημισμένος αρματολός, Καπετάν Γιάννος Μελάς, που σκοτώθηκε από τους Οθωμανούς. Μετά την επανάσταση του Διονύσιου του Φιλόσοφου (1611) και το άδοξο τέλος της, οι Μελάδες εκδιώχθηκαν από τα Γιάννενα και η περιουσία τους δημεύθηκε. Κάποια μέλη της οικογένειας διασκορπίστηκαν στη Ρωσία, την Αυστρία και τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, όπου κατέλαβαν σημαντικά στρατιωτικά αξιώματα. Κορυφαίος όλων, ο Μιχαήλ Φρειδερίκος Βενέδικτος Μελάς που έγινε Στρατάρχης και ανώτατος διοικητής όλως των αυστριακών στρατευμάτων στην Ιταλία (1794).

Το άγαλμα του Παύλου Μελά, στον Παρακάλαμο Ιωαννίνων
Ένας άλλος κλάδος της οικογένειας των Μελάδων εγκατέλειψε τα Ιωάννινα και εγκαταστάθηκε στην Πογδόριανη, τον σημερινό Παρακάλαμο του Δήμου Πωγωνίου Ιωαννίνων, που απέχει περίπου 40 χλμ. από την πρωτεύουσα της Ηπείρου. Η σχέση αυτή των Μελάδων με τον Παρακάλαμο ήρθε στο φως τα τελευταία χρόνια, μετά την ανακαίνιση του πύργου του από τον Λέοντα Μελά, απόγονο του Παύλου και την κατασκευή αγάλματος του ήρωα, από την εγγονή του Ναταλία Μελά (1923-2019).

Ο Πύργος των Μελάδων στον Παρακάλαμο Ιωαννίνων
Αρκετά στοιχεία γνωρίζουμε για τους παππούδες του Παύλου Μελά: τον Ιωάννη, τον Γεώργιο και τον Παύλο. Ο Ιωάννης, μεγαλέμπορος των Ιωαννίνων ως το 1820 εγκατέλειψε τις επιχειρήσεις του και κατατάχθηκε στο ένοπλο σώμα του Μάρκου Μπότσαρη, που ήταν αδελφός της μητέρας του. Πήρε μέρος στην πολιορκία του Μεσολογγίου και αργότερα διορίστηκε από τον Καποδίστρια διοικητής της Ναυπάκτου, έπειτα της Πάτρας και τέλος, έπαρχος Γυθείου. Ο δεύτερος αδελφός, ο Γεώργιος ήταν επιτελικό στέλεχος της Φιλικής Εταιρείας και στενός φίλος και συνεργάτης του Εμμανουήλ Ξάνθου. Ο Γεώργιος Μελάς βρισκόταν με την οικογένεια του στην Κωνσταντινούπολη όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821. Πρόλαβε και διέφυγε στην Οδησσό με την οικογένειά του, όμως οι Οθωμανοί κατέσχεσαν την περιουσία του. Το 1826 πάντως ήρθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου. Εκεί υπηρέτησε ως πρόεδρος του εμπορικού δικαστηρίου της Σύρου. Μικρότερος αδερφός των δύο ήταν ο Παύλος Μελάς που μυήθηκε σε νεαρή ηλικία στη Φιλική Εταιρεία, στην Κωνσταντινούπολη. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες στο πλευρό του Μάρκου Μπότσαρη και σκοτώθηκε στην Έξοδο του Μεσολογγίου.
Ο Γεώργιος Μελάς απέκτησε τρεις γιους: τον Μιχαήλ, τον Λέοντα και τον Βασίλειο. Ο Μιχαήλ Μελάς (1833-1897) γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου. Συμμετείχε ενεργά στην ενίσχυση των επαναστατικών κινημάτων Ηπείρου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας, τις δεκαετίες 1850 και 1860. Λίγο πριν το 1860 εγκαταστάθηκε στη Μασσαλία, όπου απέκτησε μεγάλη περιουσία ως έμπορος. Νυμφεύτηκε την Ελένη Βουτσινά (1840-1907), Κεφαλλονίτισσα στην καταγωγή, γεννημένη στην Οδησσό, κόρη πλούσιας οικογένειας. Μαζί απέκτησαν επτά παιδιά: τον Γεώργιο (1860-1931), τη Μαρία (1864-1960), τον Παύλο (1870-1904), την Άννα (1871-1931), τον Λέοντα (1872-1905), τον Κωνσταντίνο (1874-1953) και τον Βασίλειο (1879-1956). Όλα τα παιδιά της οικογένειας, εκτός από τον Βασίλειο που γεννήθηκε στην Αθήνα, γεννήθηκαν στη Μασσαλία. Μετά το 1874, η οικογένεια Μελά ήρθε στην Ελλάδα και έμενε στο κέντρο της σημερινής Αθήνας, επί της οδού Πανεπιστημίου.

Ο Παύλος Μελάς με τα αδέλφια του, το 1897
Τα καλοκαίρια, τα περνούσε στην Κηφισιά, όπου ο Μιχαήλ Μελάς οικοδόμησε ένα μεγαλοπρεπές σπίτι.
Τα παιδικά χρόνια του Παύλου Μελά – Ο γάμος του με τη Ναταλία Δραγούμη
Ο Παύλος Μελάς, που πήρε το όνομα του προγόνου του που σκοτώθηκε στο Μεσολόγγι, ήταν μόλις 4 ετών όταν η οικογένειά του ήρθε στην Αθήνα. Καθώς υπήρχε στην οικογένεια φιλοπατρία και ένα αίσθημα μεγαλοϊδεατισμού, ο μικρός Παύλος δεν έμεινε αδιάφορος. Ήταν ένας πολύ καλός μαθητής, που θαύμαζε τους ήρωες του 1821. Όταν το 1880-81 οι Βούλγαροι επιδόθηκαν σε μια σειρά διώξεων, σε βάρος προκρίτων και δασκάλων, κυρίως, η κυβέρνηση πιεσμένη από την κοινή γνώμη «ανακάλυψε» τη Μακεδονία. Το 1886, ο 16χρονος Παύλος έδωσε εξετάσεις και πέρασε στη Σχολή Ευελπίδων απ’ όπου αποφοίτησε το 1891 ως Ανθυπολοχαγός Πυροβολικού. Τον Ιούλιο του 1871 γνώρισε τη Ναταλία Δραγούμη (1872-1973), που παραθέριζε εκεί. Ήταν κόρη του Στέφανου και αδελφή του Ίωνα Δραγούμη. Ο πατέρας της το 1878 χρηματοδότησε μαζί με άλλους, την αποστολή 600 ανδρών στη Μακεδονία. Η οικογένεια Δραγούμη που καταγόταν από το Βογατσικό Καστοριάς, είχε ιδιαίτερη ευαισθησία για το «Μακεδονικό». Μαζί με άλλες επιφανείς οικογένειες πίεζαν την κυβέρνηση Θεοτόκη να στείλει δυνάμεις στη Μακεδονία. Εν τω μεταξύ, ο Παύλος Μελάς και η Ναταλία (Νάτα τη φώναζε ο ίδιος) ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν το 1872. Διέμεναν στο αρχοντικό της Κηφισιάς (στη σημερινή Λεωφόρο Τατοΐου 50) και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Μιχαήλ και τη Ζωή.

Ο Παύλος Μελάς με τη Ναταλία και τα παιδιά τους
Ο Παύλος Μελάς έγινε κοινωνός των συζητήσεων και των ανησυχιών στο σπίτι των Δραγούμηδων για τη Μακεδονία, τόσο από τον πεθερό του όσο και από τον κουνιάδο του, Ίωνα. Σύντομα δόθηκε η ευκαιρία στον νεαρό Ανθυπολοχαγό να περάσει από τη θεωρία στην πράξη: έγινε μέλος της «Εθνικής Εταιρείας». Μαζί με άλλους ομοϊδεάτες του αξιωματικούς, ανάμεσά τους ο Κωνσταντίνος Μαζαράκης, φρόντισαν για την αποστολή αντάρτικων σωμάτων στη Μακεδονία: του Αθανάσιου Μπρούφα (1896), του Αλέξανδρου Μυλωνά και του Γεώργιου Καψαλόπουλου (1897).
Ο Παύλος Μελάς στον πόλεμο του 1897
Στον άτυχο πόλεμο του 1897, ο Μελάς πήρε, φυσικά, ως στρατιωτικός, μέρος. Είχε όμως την ατυχία να τοποθετηθεί στο 3ο Σύνταγμα Πυροβολικού και συγκεκριμένα στη 2η Πυροβολαρχία, που διοικούσε ο πρίγκιπας Νικόλαος. Αυτός ήταν ο λόγος που η Πυροβολαρχία παρέμεινε σχεδόν αδρανής στη διάρκεια του πολέμου. Το Επιτελείο θέλοντας να προστατεύσει τον Νικόλαο κρατούσε την Πυροβολαρχία μακριά από το μέτωπο. Ο Μελάς που ήταν διοικητής Ουλαμού Πυροβολικού ζήτησε επανειλημμένα κι ενώ οι επιχειρήσεις εξελίσσονταν αρνητικά για τον Ελληνικό Στρατό, να μετατεθεί σε πιο μάχιμη μονάδα όμως δεν εισακούστηκε.

Ο Παύλος Μελάς
Είναι ενδεικτικό ότι τη 2η Πυροβολαρχία όπου υπηρετούσε, οι στρατιώτες των άλλων μονάδων την αποκαλούσαν χλευαστικά «παρθένα»… Η ελληνική ήττα και κυρίως ο τρόπος με τον οποίον επιτεύχθηκε η τουρκική νίκη το 1897 απογοήτευσαν τον νεαρό Παύλο Μελά και τον αποθάρρυναν προσωρινά.

Ο Παύλος Μελάς, καθιστός αριστερά, με το σώμα ατάκτων του Καψαλόπουλου, στην Καλαμπάκα το 1897
Σύντομα όμως ανέκτησε τη δύναμη και τις ελπίδες του.
Ο Παύλος Μελάς αναλαμβάνει δράση
Από τις αρχές του 20ου αιώνα, με «στρατηγείο» το σπίτι του πεθερού του Στέφανου Δραγούμη, ο Παύλος Μελάς ανέπτυξε ένα δίκτυο πολιτικών και αξιωματικών, έτοιμων για την ανάληψη δράσης. Ξεκίνησε να αλληλογραφεί με επιφανείς Μακεδόνες, ανάμεσά τους και ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, από τους οποίους πληροφορήθηκε τις βουλγαρικές ωμότητες σε βάρος των Ελλήνων στη Μακεδονία.
Συνεργάτες του στην προσπάθεια ενημέρωσης της κοινής γνώμης και της αποστολής ένοπλων σωμάτων στη Μακεδονία ήταν οι αξιωματικοί Αλέξανδρος και Κωνσταντίνος Μαζαράκης, Γεώργιος Τσόντος, Αθανάσιος Εξαδάκτυλος κ.ά. Το 1902 γνωρίστηκε με τον Αλέξανδρο Κοντούλη, Υπολοχαγό Πεζικού, άριστο γνώστη της αλβανικής γλώσσας αλλά και των αλβανικών θεμάτων. Κομβικής σημασίας γεγονός ήταν η τοποθέτηση του κουνιάδου του Παύλου Μελά Ίωνα Δραγούμη, ως προξένου στο Μοναστήρι, ενός από τα κέντρα του ελληνισμού της Μακεδονίας, τον Νοέμβριο του 1902. Ο Δραγούμης ίδρυσε τη μυστική αμυντική οργάνωση «Μακεδονική Άμυνα». Σχεδόν ταυτόχρονα, ιδρύθηκε στην Αθήνα το «Μακεδονικό Κομιτάτο». Σε συνεργασία με τον Μαζαράκη και άλλους, ο Μελάς φρόντισε να σταλούν τον Ιούλιο του 1903 στη Δ. Μακεδονία οι δέκα πρώτοι Κρητικοί μακεδονομάχοι: Λαμπρινός Βρανάς, Γεώργιος Δικώνυμος, Ευθύμιος Καούδης κ.ά.
Κατά μία εκδοχή, ήδη ο Κωνσταντίνος Μαζαράκης είχε μεταβεί λίγο νωρίτερα στη Μακεδονία για να δει την κατάσταση από κοντά.
Ο Παύλος Μελάς στη Μακεδονία
Μετά την άρση των επιφυλάξεων της ελληνικής κυβέρνησης, ο Παύλος Μελάς και άλλοι τρεις αξιωματικοί (οι Λοχαγοί Αλέξανδρος Κοντούλης και Αναστάσιος Παπούλας, γνωστός από τη μικρασιατική εκστρατεία, και ο Ανθυπολοχαγός Γεώργιος Κολοκοτρώνης, απόγονος του «γέρου του Μοριά») πέρασαν από το Αγιόφυλλο Τρικάλων στη Μακεδονία για να μελετήσουν από κοντά την κατάσταση (9 Μαρτίου 1904). Όλοι είχαν πλαστά διαβατήρια. Μετά από μια εξαντλητική πορεία έφτασαν στη Σιάτιστα, πέρασαν από διάφορα χωριά της περιοχής των Κορεστίων και έφτασαν στο Τσιρίλοβο, κοντά στη λίμνη της Καστοριάς. Με την προστασία των ανδρών του καπετάν Κώτ(τ)α κατευθύνθηκαν προς τη Ρούλια (σήμ Κώτας), το Ζέλοβο (Ανταρτικό) και το Ορόβνικ (Καρυές), κοντά στις Πρέσπες.
Στις 22 Μαρτίου ειδοποιήθηκε ο Μελάς να επιστρέψει στην Ελλάδα, γιατί είχε εντοπιστεί. Μάταια προσπάθησε να αποτρέψει κάτι τέτοιο, σε συνάντησή του με τον Ίωνα Δραγούμη στο Μοναστήρι (25 Μαρτίου). Η εφημερίδα «Εμπρός» είχε κάνει το ολέθριο λάθος να αποκαλύψει την αποστολή και ο Ριφάτ μπέης, Οθωμανός πρέσβης στην Αθήνα προέβη σε διάβημα διαμαρτυρίας στην ελληνική κυβέρνηση. Ο Παύλος Μελάς μέσω Θεσσαλονίκης επέστρεψε στην Αθήνα στις 29/3/1904 και 20 μέρες αργότερα επέστρεψαν και οι υπόλοιποι.
Στην πρωτεύουσα υπήρξε διαφωνία μεταξύ των τεσσάρων για τον τρόπο δράσης. Ο Κολοκοτρώνης κάλεσε τον Μελά σε μονομαχία. Στις 28/5/1904, στη διάρκεια της μονομαχίας, ο Παύλος Μελάς τραυμάτισε ελαφρά τον Γεώργιο Κολοκοτρώνη στο πόδι. Όπως έγραψε στη μητέρα του Κολοκοτρώνη δεν ήθελε να πληγώσει θανάσιμα τον γιο της. Ο Μελάς έλαβε και πήρε από τον Διοικητή του Συνταγματάρχη Νικόλαο Ζορμπά εικοσαήμερη άδεια.
Έχοντας πλέον στο μυαλό του μόνο τη Μακεδονία, ο Παύλος Μελάς ξεκίνησε στις 10 Ιουλίου 1904 για τη δεύτερη αποστολή του. Αναχώρησε από την Αθήνα, με τα στοιχεία Πέτρος Δέδες, ζωέμπορος. Φτάνοντας στη Μακεδονία το άλλαξε στο θρυλικό «Μίκης Ζέζας» (από τα ονόματα των παιδιών του Μιχάλης-Μίκης και Ζωή). Στις 19 Ιουλίου 1904 έφτασε στην Κοζάνη, μια ελληνική, σχεδόν εξ ολοκλήρου, πόλη με 12.000 κατοίκους. Εκεί ξεκίνησε τη συγκρότηση ένοπλων ομάδων με επικεφαλής τους παλιούς οπλαρχηγούς Βισβίκη και Καραλίβανο, ενώ συγκρότησε τοπική επιτροπή άμυνας με επικεφαλής επιφανείς Κοζανίτες: τον καθηγητή Νικόλαο Μαλούτα, τον δικηγόρο Ιωάννη Τσιτσεκλή, τον τραπεζίτη Κωνσταντίνο Δρίζη και τους γιατρούς Νικόλαο Μουμούζια και Γεώργιο Μεταξά.
Στη Σιάτιστα, η τοπική επιτροπή άμυνας (Αλέξανδρος Οικονομίδης, γιατρός, πρόεδρος, Ιωάννης Αποστόλου, δάσκαλος, γραμματέας και Ιωάννης Σαμαράς, έμπορος, ταμίας) ήταν ιδιαίτερα ενθουσιώδης. Τα μέλη της επιτροπής είχαν και την αμέριστη στήριξη του Αρχιμανδρίτη Κώστα Δημητρίου που είχε μετατρέψει όλα τα ξωκλήσια της Σιάτιστας σε αποθήκες όπλων και πυρομαχικών. Ιδιαίτερα ικανοποιημένος ο Μελάς επέστρεψε στην Αθήνα στις 3/8/1904. Η χαρά του έγινε ακόμα μεγαλύτερη, όταν πληροφορήθηκε ότι η κυβέρνηση αποφάσισε τη συστηματική αποστολή ενόπλων σωμάτων στη Μακεδονία.Τα δύο πρώτα σώματα θα είχαν επικεφαλής τους Κρητικούς αξιωματικούς του Στρατού Κατεχάκη και Τσόντο.
Η μοιραία αποστολή
Αυτή τη φορά, ο Μελάς έμεινε λίγες μέρες στην πρωτεύουσα. Στις 14 Αυγούστου 1904 ορίστηκε από το Μακεδονικό Κομιτάτο της Αθήνας γενικός αρχηγός των σωμάτων της περιοχής Μοναστηρίου – Καστοριάς. Αναχώρησε από την Αθήνα στις 18/8 έχοντας μαζί του τον πιστό του Φλωρινιώτη Λάκη Πύρζα (που τον είχε συνοδεύσει και στις άλλες αποστολές) και δέκα Κρητικούς.

Παύλος Μελάς: «Δεν υπάκουσα παρά εις μίαν ιδέαν, να φανώ χρήσιμος εις τον πλησίον και τον τόπον μου»
Σε επιστολή του στην αγαπημένη του σύζυγο Ναταλία στις 21/8/1904 δείχνει ξεκάθαρα την αγάπη του και την αφοσίωση για τη Μακεδονία. Αφού ενισχύθηκε με 35-40 άνδρες στη Λάρισα, ο Παύλος Μελάς, πέρασε στη Μακεδονία στις 28/8, στην τοποθεσία Μακροβούνι, πάλι με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας. Στις 11/9, μετά από πολλές περιπέτειες και συχνές καταδιώξεις από τουρκικά αποσπάσματα έφτασε στο Κωσταράζι. Μαζί του είχε σπουδαίους οπλαρχηγούς: Θωμάς Λιόντας (από την Κοζάνη), Γ. Καραγιάννης (Αυγερινός Βοΐου), Πέτρος Χατζητάσης (Φλώρινα), Μήτσος Παππάς (Βόιο), Α. Κατσαμάκας (Δεσκάτη), και οι Κρητικοί Ανδρέας Δικώνυμος, Λαμπρινός Βρανάς, Ιωάννης Καραβίτης και Νικόλαος Λουκάκης. Έπειτα κατέβηκε στο Βογατσικό και από εκεί κινήθηκε προς το Τσιρίλοβο, τη Ζαγορίτσιανη (Βασιλειάδα), το Λέχοβο και το εξαρχικό Στρέμπενο (Ασπρόγεια), το οποίο χάρη στην παρουσία του επανήλθε στους πατριαρχικούς. Στις 17/9 έφτασε στην Περκοπάνα (Περικοπή) και την Μπελκαμένη (Δροσοπηγή).

Ο Μελάς με την ομάδα του, τον Αύγουστο του 1904
Στο τέλος Σεπτεμβρίου βρισκόταν στη Νεγκοβάνη (Φλάμπουρο) όπου συντόνισε την άμυνα της περιοχής. Στις αρχές Οκτωβρίου 1904, αφού ενισχύθηκε με 40 περίπου άνδρες υπό τον Αλέξη Καραλίβανο χώρισε το σώμα σε τμήματα που δρούσαν με επιτυχία ενισχυόμενα και από τοπικές, μικρές ομάδες. Σε όλο αυτό το διάστημα, ο Μελάς προσπαθούσε να οργανώσει την τοπική άμυνα και να ενισχύσει το εθνικό φρόνημα των κατοίκων. Απέφευγε να συγκρουστεί ανοιχτά με τουρκικά αποσπάσματα έκανε όμως επιχειρήσεις σε σχισματικά (εξαρχικά) χωριά, για να εκφοβίσει τους Βούλγαρους κομιτατζήδες και να επαναφέρει τους εξαρχικούς στο Πατριαρχείο. Σκοπεύοντας να οργανώσει την άμυνα στην περιοχή της Καστοριάς, να κινηθεί προς το Πισοδέρι και το Ζέλοβο και από εκεί να δράσει στις περιοχές Μορίχοβου και Μοναστηρίου θέλησε να συναντηθεί με τους οπλαρχηγούς Παύλο Κύρου και Καούδη, έξω από τη Στάτιστα (σήμερα Μελάς).

Παύλος Κύρου
Στο χωριό κατοικούσαν τότε 80 οικογένειες. Αρκετές από αυτές ήταν εξαρχικές.
Το τέλος του Παύλου Μελά
Καθώς έβρεχε καταρρακτωδώς αποφάσισε με τους 35-40 άνδρες του να καταλύσει στο χωριό, αφού πρώτα βεβαιώθηκε ότι δεν υπάρχει κίνδυνος. Ήταν 12 Οκτωβρίου 1904. Ο ίδιος, με τον Λάκη Πύρζα και πέντε άνδρες κατέλυσε σε ένα σπίτι. Σε κοντινά σπίτια κατέλυσαν οι οπλαρχηγοί Καραλίβανος, Βισβίκης, Βολάνης και Πούλακας, με 24 άνδρες και στην άλλη συνοικία της Στάτιστας, οι Κατσαμάκας και Λαμπρινός. Εκεί έμειναν και την επόμενη μέρα, περιμένοντας να βραδιάσει για να φύγουν. Το μεσημέρι, η ιδιοκτήτρια του σπιτιού ενημέρωσε τον Μελά ότι ένα τουρκικό απόσπασμα πλησίαζε το χωριό. Ο Μελάς έμεινε ψύχραιμος και έστειλε μήνυμα και στους άλλους οπλαρχηγούς να κάνουν το ίδιο. Γύρω στις 16.00, 120-150 Οθωμανοί στρατιώτες πέρασαν από το χωριό χωρίς να σταματήσουν πουθενά. Ξαφνικά, γύρισαν πίσω και περικύκλωσαν μόνο τα σπίτια που έμεναν ο Μελάς κι ο Βολάνης. Τι είχε συμβεί; Ο διαβόητος αρχικομιτατζής Μήτρε Βλάχος, από το βλαχόφωνο χωριό Πλιάσβα της Βορείου Ηπείρου, συνεργάτης αρχικά του, επίσης αρχικομιτατζή Γκεόργκι Πετρόφ που σχημάτισε έπειτα δική του συμμορία και είχε σκοτώσει πολλούς εξέχοντες πατριαρχικούς διέδωσε παραπλανητικά ότι ο ίδιος κρυβόταν στη Στάτιστα.

Ο Μήτρε Βλάχο
Οι Τούρκοι πήγαν στο χωριό νομίζοντας ότι θα βρουν τον Μήτρε Βλάχο. Κάποιος άνθρωπός του ή ένας από τους «βουλγαρίζοντες» της Στάτιστας ενημέρωσε το απόσπασμα για τα σπίτια όπου κρύβονταν οι Μελάς και Βολάνης. Για περίπου δύο ώρες πολιορκούσαν το σπίτι όπου βρίσκονταν ο Μελάς. Γύρω στις 20.00, οι Π. Μελάς, Θ. Ντίνας και Γ. Στρατινάκης βγήκαν από το σπίτι. Ο Μελάς δέχτηκε μια σφαίρα στην οσφυϊκή χώρα. Κατάλαβε ότι το τέλος πλησίαζε. Έδωσε τον σταυρό του στον Λάκη Πύρζα, για να τον παραδώσει στη σύζυγό του και το ντουφέκι για να το πάρει ο γιος του. Λίγο αργότερα ξεψύχησε.

Ο Παύλος Μελάς με τον γιο του
Ο Γ. Βολάνης ισχυρίζεται πάντως ότι αυτοκτόνησε. Έχει γραφτεί, ότι ο Μελάς σκοτώθηκε κατά λάθος, από τους συντρόφους του.Οι άλλοι οπλαρχηγοί πρόλαβαν και έφυγαν. Ο Βολάνης με τους άνδρες του, αφού τελείωσαν τα πυρομαχικά τους αναγκάστηκαν να παραδοθούν.
Επίλογος
Στις 12 Νοεμβρίου 1904, 60 μακεδονομάχοι υπό τους Κατεχάκη και Καούδη, τον Παύλο Γύπαρη και τους τοπικούς οπλαρχηγούς Δημήτριο Νταλίπη και Σίμο Στογιάννη σκότωσαν στα Κορέστια 40 Βούλγαρους που γλεντούσαν σ’ ένα γάμο, εκδικούμενοι έτσι τον θάνατο του Μελά. Λίγες ημέρες αργότερα, οι Βάρδας και Ρούβας εξόντωσαν στο Λεμπίσοβο τον βοεβόδα Κονσταντόφ και τη συμμορία του.

Το σπίτι όπου σκοτώθηκε ο Παύλος Μελάς
Ο θάνατος του Παύλου Μελά συγκλόνισε την Ελλάδα. Στη Μακεδονία, σε κάθε ελληνικό σπίτι υπήρχε φωτογραφία του. Πάνω από 100.000 άτομα συμμετείχαν σε μνημόσυνό του στην Αθήνα. Πολλοί αξιωματικοί, αλλά και απλοί πολίτες κατατάχθηκαν σε εθελοντικά σώματα και πήραν μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908), ο οποίος στηρίχτηκε πλέον και από την κυβέρνηση. Και σε άλλες αλύτρωτες ελληνικές περιοχές τότε, ο θάνατος του Παύλου Μελά προκάλεσε ραγδαίες εξελίξεις.

Οι Πύρζας, αριστερά, και Χατζητάσης, δεξιά, το 1926, μπροστά στο σπίτι που σκοτώθηκε ο Παύλος Μελάς
Το Ηπειρωτικό Κομιτάτο, που ιδρύθηκε το 1906 ήταν, σε μεγάλο βαθμό δημιούργημα της θυσίας του Μελά. Άλλωστε κι ο ίδιος είχε ηπειρωτικές ρίζες. Δυστυχώς, δεν έζησε για να δει μερικά χρόνια αργότερα (1912-1913) να απελευθερώνεται μεγάλο μέρος της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Ήταν όμως αυτός, που με τη θυσία του συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην επίτευξη αυτού του μακροχρόνιου στόχου…

