Περαιτέρω άνοδο των επιτοκίων από την ΕΚΤ προεξοφλεί η αγορά κατά την επόμενη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου το Μάρτιο, συμπαρασύροντας σε άνοδο του euribor, που αποτελεί τη βάση τιμολόγησης για όλα τα στεγαστικά και τα επιχειρηματικά δάνεια. Σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις, το κόστος χρήματος θα βρεθεί στο τέλος του πρώτου τριμήνου κοντά στο 3%, επίπεδο που αποτελεί το βασικό σενάριο που τιμολογούν οι αγορές.
Σε κάθε περίπτωση, η άνοδος του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ συμπαρασύρει σε περαιτέρω αύξηση του κόστους δανεισμού για επιχειρήσεις και νοικοκυριά και σημαντική επιβάρυνση του υφιστάμενου χρέους των 200 δισ. ευρώ. Πρόκειται για χρέος που κατά 112,4 δισ. ευρώ βρίσκεται στα χέρια των τραπεζών και κατά 86,8 δισ. ευρώ στα χέρια των funds μέσα από τις αγορές κόκκινων κυρίως δανείων τα τελευταία χρόνια.
Βασικό ζητούμενο είναι το κατά πόσον η άνοδος του κόστους χρήματος θα αποθαρρύνει τη ζήτηση για δανεισμό, κάτι που προς το παρόν τουλάχιστον δεν φαίνεται να αγγίζει τη ζήτηση για επιχειρηματικά δάνεια.
Τα στεγαστικά δάνεια θα συνεχίσουν να αποτελούν τον μεγάλο ασθενή, καθώς η άνοδος του euribor στο 2,4% υπολογιζόμενη πάνω σε ένα μέσο τραπεζικό περιθώριο 2,5%, οδηγεί σε αύξηση της μηνιαίας δόσης κατά 120 ευρώ για ένα δάνειο 100.000 ευρώ με διάρκεια αποπληρωμής τα 30 χρόνια.
Η προοπτική ανόδου του euribor στο 3% οδηγεί σε αύξηση περίπου κατά 175 ευρώ τον μήνα και θα αυξήσει τον βαθμό δυσκολίας για την εξυπηρέτηση των στεγαστικών δανείων, που παραδοσιακά αποτελούν τον καθρέφτη της αγοράς και των πιέσεων που δέχονται οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί.
Τέλος, εξίσου σοβαρός από την άνοδο των επιτοκίων είναι ο φόβος για τη νέα παραγωγή στεγαστικών δανείων με ανακοπή της ζήτησης εξαιτίας και των υψηλών τιμών των ακινήτων, που συνεχίζουν να ενισχύονται.

