Μια φορά κι ένα καιρό, κάπου στην άκρη του γνωστού μας κόσμου, υπήρχε ένας στρυφνός βασιλιάς που απαγόρευσε ρητά τα όνειρα. Ο νόμος του ψηφίστηκε ομόφωνα από όλους τους σοφούς του κυνικού συμβουλίου κι ο λαός δέχτηκε σχεδόν με ανακούφιση την πρωτόγνωρη απόφαση. «Σε κακό μας βγήκαν τόσο καιρό τ’ απατηλά φτερά κι άλλο δεν αντέχουμε τις απότομες πτώσεις», μουρμούρισαν πολλοί όταν πρωτοδιάβασαν την είδηση στους κεντρικούς τίτλους των εφημερίδων.
Τα χρόνια κύλησαν, λοιπόν, δίχως μεγαλεπήβολα σχέδια, με μετρημένα κουκιά και συνετά πλάνα. Οι άνθρωποι περπατούσαν σκύβοντας το κεφάλι. Υπολόγιζαν έξοδα κι έσοδα, κληρονομούσαν οικογενειακές επιχειρήσεις, κατέγραφαν ελαττώματα και προτερήματα στο ορθολογιστικό ισοζύγιο των ανθρώπινων σχέσεων. Πατούσαν τα δύο τους πόδια γερά στη γη, τόσο γερά που η γη μεταμορφωνόταν ενίοτε σε ακανθώδες έδαφος, πληγώνοντας τα πέλματά τους.
Αραιά και πού ένα διαφορετικό παιδί γεννιόταν στις οικογένειες, κάποιος που για κάθε αστέρι που έπεφτε τολμούσε να ξεστομίσει το απαγορευμένο «ονειρεύομαι». Τότε οι έντρομοι γονείς έσπευδαν να του κλείσουν το στόμα. Έπειτα του εξηγούσαν στοργικά πως η συγκεκριμένη λέξη είχε εξοστρακιστεί από τη γλωσσική φαρέτρα της πόλης και πως καλά θα έκανε να το σεβαστεί, εάν φυσικά δεν φιλοδοξούσε να περάσει το υπόλοιπο του βίου του πίσω από τα κάγκελα της φυλακής.
Το παιδί άνοιγε διάπλατα τα αθώα του μάτια. Σιωπηλά συλλογιζόταν ότι «είναι τρελοί αυτοί οι μεγάλοι» μα αργότερα γινόταν κι εκείνος με τη σειρά του μεγάλος και καταχώνιαζε τις επαναστατικές του διαθέσεις στο μπαούλο του βολέματος.
Μια μέρα στην πόλη κατέφτασε ένας άντρας με πολύχρωμα ρούχα, ζωηρό βλέμμα και αγέρωχο περπάτημα. Στάθηκε καμαρωτός στο κέντρο του πλέον εμπορικού δρόμου και βάλθηκε να τραγουδάει τον αλλόκοτο σκοπό του. «Όποιος τα όνειρα κατακτά, το πεπρωμένο στα χέρια του κρατά».
Οι περαστικοί περιεργάστηκαν για αρκετή ώρα τον άγνωστο. Ορισμένοι μάλιστα τον πλησίασαν θέλοντας να μάθουν από πού κρατάει η σκούφια του. Ο ξένος τους πληροφόρησε πως τριγυρνάει από μέρος σε μέρος παίζοντας την κιθαρίτσα του και πουλώντας όνειρα. Τους είπε πως για μόνη ανταμοιβή του λογάριαζε τις σπουδαίες επιθυμίες που έσωζε. Οι πολίτες σκέφτηκαν πως πιθανότατα επρόκειτο για τρελό μα ήταν σίγουρα ένας ωραίος τρελός αφού η ματιά του σκορπούσε φως κι η χειραψία του μετέδιδε μια ζεστή ενέργεια.
Ένας αφοσιωμένος αστυνομικός άκουσε τον σκοπό του άντρα και καθώς φοβήθηκε την επιρροή του στο πλήθος πλησίασε απειλητικά προς το μέρος του. Του τόνισε πως η λέξη «όνειρο» – κι οποιοδήποτε παράγωγό της- κρίνονταν απαγορευμένες στην πόλη και τουτέστιν οι αντιρρησίες διώκονταν ποινικά. Ο ξένος γέλασε με την καρδιά του κι επειδή δεν είχε καμιά διάθεση να προδώσει την ιδιότυπη επαγγελματική του ταυτότητα παρότρυνε το όργανο της τάξης να πράξει το καθήκον του και να τον συλλάβει.
Πράγματι, ο άγνωστος οδηγήθηκε με συνοπτικές διαδικασίες στο κελί. Μετά από έναν μήνα εγκλεισμού , ο βασιλιάς διέταξε τους φρουρούς να φέρουν μπροστά του τον παραβάτη προκειμένου να αποφασίσει για την τύχη του. Ο ξένος στάθηκε απέναντι από τον μεγαλειότατο. Του υποκλίθηκε και παραδόξως του χάρισε το πιο πλατύ του χαμόγελο.
Ο βασιλιάς ξαφνιάστηκε. «Τόσες μέρες στη φυλακή δεν έχασες στάλα από το κέφι σου» , σχεδόν νευρίασε. «Αντιλαμβάνομαι την έκπληξή σου μας εμείς οι δύο έχουμε μια μεγάλη διαφορά. Εσύ, βλέπεις, κλείνεις τα μάτια σου μονάχα για να κοιμηθείς ενώ εγώ τα κλείνω και δραπετεύω όπου η καρδιά μου λαχταρά. Κοιτάω ψηλά στον ουρανό ακόμη κι όταν μου στερούν τη θέα του.
Γιατί βαθιά πιστεύω πως ότι με πάθος συλλογιζόμαστε το δημιουργούμε. Όσοι τα όνειρα τρέμουν, ποτέ τους δεν πετούν κι αιωνίως φθονούν τους ανοιχτούς ορίζοντες των ελεύθερων ψυχών. Αυτό φίλε μου, όμως, ονομάζεται δυστυχία. Κι η δυστυχία σαν μια επικίνδυνη ασθένεια εξαπλώνεται γύρω σου. Αντί, λοιπόν, να με αιχμαλωτίζεις σε στενά κελιά δες τι υπάρχει πέρα από το δικό σου κελί. Περιφρόνησε τους προσωπικούς σου δαίμονες και νιώσε πως αξίζεις τους πόθους σου. Και για κάθε όνειρό σου που σώζεις, ένας άνθρωπος θα σπάει τις αλυσίδες του κι ο κόσμος θα αλλάζει. Είμαστε η χρυσόσκονη των παραμυθιών μας – σε διαβεβαιώ».
Ο βασιλιάς σιώπησε όμως προτού προλάβει να επεξεργαστεί καλύτερα τα λόγια του ξένου άκουσε φασαρία πολλή από έξω. Ευθύς αμέσως έτρεξε στο μπαλκόνι του να δει τι συμβαίνει. Έκπληκτος αντίκρισε ένα τεράστιο πλήθος που τραγουδούσε με μια φωνή τον απαγορευμένο σκοπό: «Όποιος τα όνειρα κυνηγά, το πεπρωμένο του κατακτά»
Τότε θυμήθηκε πως ποτέ του δεν ήθελε να λέγεται βασιλιάς, πως από παιδί επιθυμούσε απλώς να πλάθει ιστορίες και να τις αποτυπώνει στο χαρτί. Όμως ο πατέρας του με επιμονή τον προσγείωνε στην πραγματικότητα. Του μιλούσε για το γαλάζιο αίμα του και τα αυτοκρατορικά του καθήκοντα που τον περίμεναν να τα ασκήσει. Ώσπου μια θλιβερή μέρα του φόρεσε καπέλο το στέμμα. Ο νεαρός διάδοχος ένιωσε τότε τον κόμπο να πνίγει τον λαιμό του και θυμωμένος ορκίστηκε στον εαυτό του πως εάν ο ίδιος δεν δικαιούται να ευτυχήσει, τότε δεν θα επέτρεπε και σε κανέναν άλλον να το κάνει.
Ωστόσο, τώρα τα δάκρυα κυλούσαν ασταμάτητα στα μάτια του βασιλιά. Αντιλαμβανόταν πια πως μονάχα τα μίζερα όνειρα φυλακίζονται, ότι οι δυνατές επιθυμίες βρίσκουν τη θέση τους ανάμεσα στ’ αστέρια και πως οι σπουδαίοι πεισματάρηδες κατασκευάζουν δρόμους στις λεωφόρους του χάους. Έτσι έσκισε τον νόμο σε χίλια κομμάτια. Τα πέταξε μάλιστα στη φωτιά για μην τα βρει κάποιος επιτήδειος η δειλός και τα ξανακολλήσει.
Ύστερα στοίβαζε λίγες αλλαξιές ρούχων σε μια βαλίτσα κι αποχαιρέτησε οριστικά τον τόπο του. Μια θάλασσα, άλλωστε, τον καρτερούσε για να την αγναντέψει και τόσες ιστορίες ανέμεναν την πένα του. Από τότε γράφει ασταμάτητα και χαμογελάει πλατιά. Ο ξένος συνεχίζει να πουλά ανενόχλητος όνειρα.
Κι οι άνθρωποι τα ζουν γιατί τελικά τα όνειρά μας εμείς τα φτιάχνουμε. Οι ουρανοκατέβατοι τύποι με τις κιθάρες που τα τραγουδούν μας υπενθυμίζουν απλώς να μην τα εγκαταλείπουμε.
Επιμέλεια: Κατερίνα Τσιτούρα