Η Ευρώπη έχει ανάγκη νέο QE και δημοσιονομική τόνωση


Aκόμα και μετά την υποβάθμιση των προοπτικών της οικονομίας, οι ευρωπαϊκοί φορείς άσκησης πολιτικής – με την εξαίρεση του Μάριο Ντράγκι, προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – υποτιμούν την επιβράδυνση, επικαλούμενοι παράγοντες όπως η κλιματική αλλαγή και τα κίτρινα γιλέκα στη Γαλλία.

Η απροθυμία να εξετάσουν εναλλακτικές πολιτικές θα μπορούσε να συγχωρεθεί, αν οι αναστολές ήταν απλώς σημάδι υπερβολικής σύνεσης, μιας επιθυμίας να μην γίνουν βιαστικές κινήσεις χωρίς να εξετάσουν σοβαρά τα δεδομένα και οι πολιτικές ισορροπίες.

Αλλά η άρνηση του προβλήματος αντανακλά και ένα βαθύτερο άγχος: ότι μια δεκαετία μετά την παγκόσμια κρίση, η Ευρώπη έχει στερέψει από πυρομαχικά. Η δημοσιονομική τόνωση περιορίζεται από το αφήγημα ότι το δημόσιο χρέος έχει γίνει επικίνδυνα υψηλό στις περισσότερες χώρες. Η νομισματική πολιτική περιορίζεται από μια αποστροφή στα «μη συμβατικά» μέτρα, όπως η ποσοτική χαλάρωση, παρακινώντας την ΕΚΤ να κηρύξει το πρόγραμμα επιτυχημένο και να το ολοκληρώσει τον Δεκέμβριο.

Ένας άλλος περιορισμός είναι η επερχόμενη αλλαγή στο τιμόνι της ΕΚΤ, με τους δυνητικούς διαδόχους του κ. Ντράγκι και άλλους αξιωματούχους στο Εκτελεστικό Συμβούλιο να επιδεικνύουν τα συντηρητικά τους διαπιστευτήρια. Τούτο μπορεί να διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην απόφαση της ΕΚΤ την περασμένη εβδομάδα, η οποία, ακόμα και αν ξεπέρασε τις προσδοκίες της αγοράς, ήταν σχετικά περιορισμένη.

Δεδομένου ότι μια οικονομική επιβράδυνση μπορεί να εξελιχθεί σε ύφεση, είναι η Ευρώπη καταδικασμένη; Όχι ακριβώς.

Ένας λόγος για να ελπίζει κανείς είναι πως η επιβράδυνση δεν έχει πλήξει μόνο τις παραδοσιακά αδύναμες χώρες όπως η Ιταλία, αλλά και φαινομενικά άτρωτες όπως η Γερμανία. Μπορεί να μην αντιμετωπίζουν το ίδιο ρίσκο, αλλά το σοκ στο παγκόσμιο εμπόριο τις έχει βάλει στην ίδια βάρκα. Συνεπώς, ακόμα και η Γερμανία αρχίζει να βλέπει θετικά τις πολιτικές τόνωσης. Οι φωνές που καλούν την κυβέρνηση να πάει πέρα από την περιορισμένη δημοσιονομική δράση που έχει λάβει ως τώρα προέρχονται από όλο το πολιτικό φάσμα.

H πιο αποτελεσματική μορφή δημοσιονομικής τόνωσης – ένας ενιαίος προϋπολογισμός της ευρωζώνης – είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί πολιτικά. Αλλά μια συντονισμένη δημοσιονομική χαλάρωση σε όλη την ευρωζώνη, που το ΔΝΤ έχει δείξει πως αποδίδει περισσότερα από αυτά που κοστίζει, βρίσκεται στη σφαίρα του εφικτού.

Πράγματι, αυτή ήταν μια αποτελεσματική απάντηση στην παγκόσμια κρίση πριν από μια δεκαετία και είχε διαδραματίσει βασικό ρόλο στον περιορισμό του αντίκτυπού της.

Μολονότι το κρατικό χρέος είναι υψηλότερο από ότι ήταν κάποτε, τα τελευταία χρόνια έχει κινηθεί πτωτικά, εν μέρει γιατί τα επιτόκια ήταν χαμηλότερα από την οικονομική ανάπτυξη. Ως εκ τούτου, οι περισσότερες χώρες, ιδίως οι μεγαλύτερες, έχουν δημοσιονομικό χώρο να υποστηρίξουν την ανάπτυξη χωρίς να θέσουν σε κίνδυνο την βιωσιμότητα του χρέους (η Ιταλία μπορεί να είναι εξαίρεση, αλλά και αυτό είναι συζητήσιμο). Αν ο στόχος είναι η τόνωση της ζήτησης, η δημοσιονομική τόνωση πρέπει να ευνοεί τις επενδύσεις και άλλες περικοπές έναντι της μείωσης φόρων.

Όσον αφορά τη νομισματική πολιτική, τα επιχειρήματα για πιο αποφασιστική δράση είναι πειστικά, ακόμα και αν εξεταστούν υπό το πιο πρίσμα της εντολής της ΕΚΤ για σταθερότητα των τιμών. Ο βραχυπρόθεσμος πληθωρισμός είναι πιο χαμηλά από το στόχο της ΕΚΤ για πληθωρισμό «κάτω, αλλά κοντά στο 2%» και οι προσδοκίες για τον μακροπρόθεσμο πληθωρισμό έχουν επιστρέψει σε επίπεδα τα οποία είχαν δικαιολογήσει το QE το 2015. Ο ευρωπαϊκός πληθωρισμός έχει αρχίσει να φαίνεται γενικά αδύναμος, όπως αυτός της Ιαπωνίας.

Την περασμένη εβδομάδα, η ΕΚΤ καθυστέρησε την αναμενόμενη αύξηση των επιτοκίων το Σεπτέμβριο κατά τρεις μήνες και λάνσαρε ένα τρίτο γύρο TLTROs, ώστε να δώσει ουσιαστικά χρόνο στις τράπεζες να καθυστερήσουν την αποπληρωμή των προηγούμενων δανείων. Αλλά η καθυστέρηση μέτρων σύσφιξης δεν συνιστά «τόνωση».

Ένα πιο αποφασιστικό βήμα θα ήταν μια ανανέωση του QE, όχι το παλιό πρόγραμμα που επικεντρώθηκε κυρίως στις αγορές κρατικών ομολόγων, αλλά ενός που θα δίνει έμφαση σε στοιχεία ενεργητικού του ιδιωτικού τομέα. Το τελευταίο θα μπορούσε να καλύπτει και τις μετοχές, τα εταιρικά ομόλογα και το τραπεζικό χρέος αυξημένης εξασφάλισης. Οι αγορά στοιχείων ενεργητικού του ιδιωτικού τομέα αντί για κρατικά ομόλογα μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη τόνωση, καθώς τα spreads στα κρατικά ομόλογα είναι ήδη συμπιεσμένα.
Mια εστίαση στα ιδιωτικά στοιχεία ενεργητικού θα παράκαμπτε και το όριο στα ομόλογα ενός κράτους που μπορεί να κατέχει η ΕΚΤ (ώστε να μην γίνει ο κύριος πιστωτής σε περίπτωση αναδιάρθρωσης).

Οι Ευρωπαίοι αντιμετώπιζαν πάντοτε τη μακροοικονομική τόνωση ως μια τεχνητή στήριξη. Αντίθετα, επαινούν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις (για παράδειγμα, στις αγορές εργασίας) και τα θεσμικά μέτρα (όπως η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης και η δημιουργία ενός κοινού προϋπολογισμού της ευρωζώνης).

Tα μέτρα αυτά είναι πολύ χρήσιμα, αλλά η άμεση πρόκληση δεν είναι η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη ή μια τραπεζική κρίση. Αντίθετα, είναι ένα σοκ στο παγκόσμιο εμπόριο, το οποίο απαιτεί μια μακροοικονομική απάντηση.

Αν οι φορείς άσκησης πολιτικής δείξουν πως είναι πρόθυμοι να δράσουν μπορεί να επιφέρουν μεγαλύτερη σταθερότητα στην οικονομία, περιορίζοντας την «μόνιμη αβεβαιότητα» για την οποία μίλησε ο κ. Ντράγκι την περασμένη εβδομάδα.

Η Ευρώπη πρέπει να ξεκαθαρίσει ότι δεν θεωρεί την τόνωση κάτι κακό.

Tου Reza Moghadam, αντιπρόεδρος της Morgan Stanley.

ΠΗΓΗ

 


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ