Convair ΧΑΒ-1: πυρηνοκίνητο βομβαρδιστικό μετά… συνοδείας


Υπήρξε μία περίοδος μετά τον Β’ ΠΠ όπου η ατομική ενέργεια ήταν κάτι το πραγματικά νέο, κι οι δυνατότητές της φάνταζαν περίπου ανεξάντλητες. Αιωρούνταν η πεποίθηση ότι η διάσπαση του ατόμου θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να δώσει ενέργεια στα πάντα.

Στα πλαίσια αυτά, έγιναν πολλές δοκιμές, πειραματισμοί και προτάθηκαν πολλές ιδέες ακόμα και για τις πλέον απίθανες υλοποιήσεις. Μία από αυτές, ήταν το στρατηγικό βομβαρδιστικό της Convair με την ονομασία XAB-1.

Η ιδιαιτερότητά του ήταν βέβαια ότι θα ήταν πυρηνοκίνητο. Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να μείνει στον αέρα για εξαιρετικά παρατεταμένα διαστήματα, όχι επ’ άπειρον βέβαια, αλλά δεν θα είχε ανάγκη να προσγειωθεί όταν θα τελείωναν τα καύσιμά του.

Πρόκειται για το σημαντικότερο πρόβλημα των πρώιμων στρατηγικών βομβαρδιστικών, καθώς η εμβέλειά τους ήταν αρκετή για να φτάσουν στους στόχους τους στην Σοβιετική Ένωση αλλά όχι για να επιστρέψουν, και σίγουρα όχι για να παραμείνουν στον αέρα και… να περιμένουν το αποτέλεσμα τυχόν διαπραγματεύσων σε ανώτατο επίπεδο ώστε έπειτα να προχωρήσουν ή να ακυρώσουν την αποστολή τους.

Κι η επειδή η τότε τεχνολογία έκανε εφικτή την πτήση με πυρηνική ενέργεια, όχι όμως και την απογείωση, χρειαζόταν και δυο συμβατικούς κινητήρες ώστε να μπορεί να απογειωθεί. Στην συνέχεια γινόταν η διαδικασία εκκίνησης των πυρηνικών αντιδραστήρων και οι αντίστοιχοι κινητήρες εξασφάλιζαν την απαραίτητη ώση για την παρατεταμένη του πτήση.

Η δεύτερη ιδιαιτερότητά του ήταν ότι προφανώς ένα τέτοιο βομβαρδιστικό θα ήταν αδύνατο να έχει συνοδεία απο μαχητικά αεροσκάφη καθώς κανένα συμβατικό αεροσκάφος δεν θα είχε αρκετή ακτίνα δράσης για να μπορούσε να το ακολουθήσει, κι ούτε θα ήταν εφικτό να αναπτυχθεί πυρηνοκίνητο μαχητικό μόνο και μόνο για τον σκοπό αυτό.

Η λύση που βρέθηκε ήταν αυτή των λεγόμενων «παρασιτικών» (parasite) μαχητικών, που θα ήταν μόνιμα κολλημένα πάνω στο κύριο «μητρικό» αεροσκάφος έτσι ώστε να πετάνε ουσιαστικά πάνω του. Έπειτα θα αποχωρίζονταν μόνο όταν θα υπήρχε ανάγκη προστασίας του μητρικού αεροσκάφους για να το προστατέψουν από εχθρικά αναχαιτιστικά.

Για την περίσταση επιλέχθηκε η πρωτότυπη λύση του να κρέμονται από το ρύγχος τους (1) τα μαχητικά αυτά όχι κάτω από τις πτέρυγες, ή σε ειδική θέση στην κεντρική άτρακτο, αλλά πίσω από το τεράστιο αναλογικό κάθετο σταθερό του βομβαρδιστικού, το ένα πάνω από το άλλο.

Πιθανόν η διάταξη αυτή να επιβλήθηκε από την υποχρεωτική θέση των τεσσάρων συνολικά κινητήρων του αεροσκάφους, που καθιστούσε ανέφικτη ή υπερβολικά επικίνδυνη την τοποθέτηση των παρασιτικών μαχητικών σε άλλες θέσεις στο αεροσκάφος.

Είναι βέβαια άγνωστο το κατά πόσο η εφαρμογή αυτή θα ήταν υλοποιήσιμη με τα μαχητικά αεροσκάφη σ’ αυτές τις θέσεις. Είναι εξίσου άγνωστο κατά πόσο τα αεροσκάφη θα ήταν εφικτό να επιστρέψουν στις θέσεις τους στο μητρικό σκάφος ή αν οι πιλότοι θα αντιμετωπίζονταν ως αναλώσιμοι και θα υπήρχε η προσδοκία από αυτούς μετά την αερομαχία κι αφού τους τελείωναν τα καύσιμα, θα έπρεπε να εκτιναχθούν και να προσπαθήσουν να επιβιώσουν σε εχθρικό έδαφος, ή στην καλύτερη να κατευθυνθούν στην κοντινότερη φιλική βάση.

Οι δυο αυτές καινοτομίες είχαν ήδη μπει σε πειραματική εφαρμογή, κι ουσιαστικά το ΧΑΒ-1 ήταν μία ακόμα υλοποίηση τους σε μία εποχή που ακόμα και οι πιο ριζοσπαστικές ιδέες μπορεί και να είχαν ελπίδες να χρηματοδοτηθούν ώστε να αποδώσουν πραγματικά αεροσκάφη.

Το ΧΑΒ-1 δεν άνηκε σ’ αυτήν την κατηγορία. Η ίδια η καταιγιστική πρόοδος της τεχνολογίας την εποχή εκείνη που του επέτρεψε να υπάρξει έστω και μόνο στο σχεδιαστήριο, ήταν ταυτόχρονα και η ταφόπλακά του.

Το βασικό πρόβλημα εκτός του ότι τίποτα από όλα όσα ήταν απαραίτητα για να γίνει πραγματικότητα αυτό το αεροσκάφος δεν υπήρχαν εκείνη την εποχή και θα χρειάζονταν ποταμούς χρήματος για να σχεδιαστούν, αναπτυχθούν και δοκιμαστούν, ξαφνικά έπαψε να υφίσταται η ανάγκη που οδήγησε στην σχεδίασή του.

Η ανάγκη αυτή, δηλαδή η αρκετά μεγάλη εμβέλεια ώστε να μπορεί να φτάσει στους στόχους του στην Σοβιετική Ένωση επιτεύχθηκε με άλλο τρόπο, δηλαδή τον εναέριο ανεφοδιασμό με άλλα αεροσκάφη σε ρόλο ιπτάμενου δεξαμενόπλοιου.

Σύντομα, αεροσκάφη KC-135 άρχισαν να μπαίνουν σε υπηρεσία κατά εκατοντάδες από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 και μετά αποδεικνύοντας ότι με συνεχείς ανεφοδιασμούς, το μοναδικό όριο για να μείνει ένα αεροσκάφος στον αέρα δεν ήταν παρά η ανθρώπινη αντοχή.

Για του λόγου το αληθές, που ακόμα και με εξασφαλισμένο καύσιμο δεν μπορούσε να ξεπερνάει κάποιες δεκάδες ώρες, όχι πολύ παραπάνω από ένα 24ώρο στην καλύτερη περίπτωση παρατεταμένης παραμονής στον αέρα.

Η μεγαλύτερη πτήση βομβαρδιστικού που έχει καταγραφεί (και δημοσιοποιηθεί) ήταν τον Ιανουάριο του 2017, όταν δυο αεροσκάφη Β-2 πέταξαν μέχρι την Λιβύη, έπληξαν τους στόχους τους κι επέστρεψαν μετά από 32 περίπου ώρες, και μετά από αρκετούς εναέριους ανεφοδιασμούς.

Για όλους αυτούς τους λόγους, το εξαιρετικά φιλόδοξο αυτό πρότζεκτ έμεινε στα χαρτιά. Τα παρασιτικά μαχητικά και τους κινητήρες αέναης ενέργειας έμελε τελικά να τα δούμε μόνο σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας… και σε πλαστικά μοντέλα βεβαίως.

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ