Πως δημιουργήθηκαν οι γλώσσες; Γιατί υπάρχουν τόσες διαφορετικές;


Το ερώτημα πως ξεκίνησαν να επικοινωνούν μεταξύ τους οι πρώτοι άνθρωποι προβληματίζει γλωσσολόγους και φιλόσοφους καιρό τώρα

Μια θεωρία θέλει τους προγόνους μας να επικοινωνούν με χειρονομίες και οι όποιοι άναρθροι ήχοι που έβγαιναν από το στόμα τους να μην φέρουν κανένα νοηματικό περιεχόμενο.

Η θεωρία αυτή βασίζεται στην πεποίθηση ότι είναι πιο εύκολο να μεταδοθεί ένα νόημα με χειρονομίες, μια ιδιότητα που στη γλωσσολογία ονομάζεται μηχανισμός της εικονικότητας (iconicity) όπως δηλώνει στο new scientist ο o καθηγητής γλωσσολογίας στο πανεπιστήμιο της Γλασκόβης Simon Garrod. Σύμφωνα με τον ίδιο, αν και υπάρχουν ορισμένες λέξεις που μιμούνται ηχητικά το νόημά τους, όπως στα αγγλικά οι λέξεις drip, growl, splash, για τις περισσότερες λέξεις δεν υπάρχει σύνδεση μεταξύ ήχου και νοήματος.

Ωστόσο ο Marcus Perlman από το πανεπιστήμιο του Wisconsin-Madison και η ομάδα του θέλησαν να ελέγξουν την ορθότητα της θεωρία που υποστηρίζει ο Simon Garrod.

Έτσι ζήτησαν εννέα ζευγάρια φοιτητών να παίξουν ένα πολύπλοκο «ηχητικό» παιχνίδι στο οποίο θα έπρεπε να εκφράσουν συγκεκριμένες λέξεις (στα αγγλικά) όπως big (μεγάλο), slow (αργό) ή attractive (γοητευτικό – ελκυστικό), χρησιμοποιώντας μόνο απλές ηχητικές διατυπώσεις. Εν τω μεταξύ στους φοιτητές απαγορεύθηκε η χρήση χειρονομιών ή εκφράσεων του προσώπου για αποδώσουν το νόημα της λέξης.

Από την αρχή του πειράματος οι φοιτητές έδειξαν να επιλέγουν ηχητικές εκφράσεις με παρόμοιες ακουστικές ιδιότητες για συγκεκριμένες λέξεις, όπως για παράδειγμα η διάρκεια και ο τονισμός. Όσο αυτές οι «λέξεις» επαναλαμβάνονταν άρχισαν να αποκτούν πολλές ομοιότητες.

Δέκα από τις ηχητικές εκφράσεις επαναλήφθηκαν σε μια νέα ομάδα ανθρώπων. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί μπόρεσαν να ταιριάξουν τον προφορικό ήχο με το νόημα 10 λέξεων από τις 35 που οι εκφραζόμενοι ήχοι υπονοούσαν.

Ο Perlman ισχυρίζεται ότι αυτό συνέβη διότι οι ηχητικές εκφράσεις εμπίπτουν στον μηχανισμό της εικονικότητας, στο μυαλό των φοιτητών οι ακουστικές ιδιότητες με κάποιο τρόπο παραπέμπουν στο νόημα αυτών που προσπαθούν να εκφράσουν. Βάσει αυτής της διαπίστωσης δεν απίθανο τα γρυλίσματα των προγόνων μας να είχαν κάποιο νόημα.

Όμως και ο Garrod λέει ότι τα αποτελέσματα της έρευνας υποστηρίζουν την ιδέα ότι η εικονικότητα (iconicity) είναι το κλειδί στην ανάπτυξη των διάφορων μορφών επικοινωνίας με χειρονομίες ή άλλου τύπου.

«Αν και δεν μπορούμε να παρατηρήσουμε την εξέλιξη των νέων γλωσσών που ομιλούνται αυτή η μελέτη μας επιτρέπει να ρίξουμε μια ματιά στο τρόπο που αυτές οι γλώσσες δημιουργήθηκαν» τονίζει ο Perlman.

Πώς γεννήθηκε η γλώσσα

Η γλωσσική σύγχυση που κορυφώθηκε στη «Βαβέλ», πέραν του γνωστού θρησκευτικού μηνύματος που αντανακλά, σηματοδοτεί μια πανάρχαιη αλλά ταυτόχρονα και διαχρονική πραγματικότητα που αφορά τη βασική σημασία της γλώσσας στην επικοινωνιακή συμπεριφορά του ανθρώπου και στη συνακόλουθη διαμόρφωση του πολιτισμού του. H γλωσσική ικανότητα βέβαια υπό τη στενή έννοια δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο του ανθρώπου. H ανθρώπινη ομιλία όμως χαρακτηρίζει μόνο το είδος μας, όπως το χαρακτηρίζει και ο εγκέφαλός του. H αύξηση του όγκου του εγκεφάλου του ανθρώπου παρουσιάζει έναν επιταχυνόμενο ρυθμό μέσα στο γένος των ανθρωποειδών. Μερικοί ερευνητές μάλιστα υποστηρίζουν ότι η μεγέθυνση αυτή χαρακτηρίζεται από δύο κύριες φάσεις: η πρώτη τοποθετείται πριν από περίπου 1,5-2 εκατομμύρια χρόνια και η άλλη στο τελευταίο μισό εκατομμύριο χρόνια. Την άποψη αυτή σχετίζουν με την ανάπτυξη μιας αρχικής πρωτόγονης ικανότητας σύνταξης που εμφανίστηκε κατά τη μετάβαση των Αυστραλοπιθήκων και του Homo habilis προς τον Homo erectus και αργότερα μιας περισσότερο επεξεργασμένης σύνταξης κατά την προέλευση του Homo sapiens.

H υποστηριζόμενη διακεκομμένη αυτή συσχέτιση που αφορά τόσο την εξέλιξη του όγκου του εγκεφάλου όσο και την προέλευση της γλωσσικής ικανότητας χρησιμοποιείται και ως υπόθεση εργασίας για να προσεγγιστεί το ερώτημα αν η εμφάνιση της γλώσσας ήταν μια ξαφνική ή βαθμιαία διαδικασία. Παρ’ όλο που η αντιπαράθεση αυτή δεν έχει λήξει, είναι ενδιαφέρουσες και ορισμένες αντιπαρατιθέμενες απόψεις περί γενετικής προέλευσης της γλώσσας έναντι της πολιτιστικής επιρροής· απόψεις που διατηρούν τη γνωστή γενικότερη αντιπαράθεση ως προς τη σημασία της φύσης και της μάθησης.

Υπέρ της απότομης εμφάνισης της γλώσσας χρησιμοποιείται από τον γενετιστή Lewontin το επιχείρημα ότι όλες οι γλώσσες της εποχής μας (ακόμη και πρωτόγονων φυλών) είναι σύνθετα συστήματα. Στην ίδια επιχειρηματολογία μερικοί φαντάζονται ότι η προέλευσή μας προέκυψε ως ένα ξαφνικό γεγονός, όταν κάποιος πρόγονος πέρασε το κατώφλι της ανθρωπότητας. Και στο ίδιο πνεύμα υποστηρίζουν ότι οι σύγχρονες ικανότητες της ομιλίας εμφανίστηκαν ξαφνικά στους προϊστορικούς χρόνους. Μια τέτοια όμως άποψη θα ήταν ισχυρή μόνο αν συνοδευόταν και από άλλες περιπτώσεις ριζικής αναδιοργάνωσης της βιολογίας και της συμπεριφοράς του ανθρώπου.

Προβάλλοντας όμως την ιστορική γλωσσική παράμετρο στο εξελικτικό παρελθόν, οι ειδικοί γλωσσολόγοι αναγνωρίζουν εξελικτικές τάσεις που αντανακλούν μια αλληλουχία προς πιο σύνθετα γλωσσικά συστήματα. Σχετικές μελέτες αναφέρονται στη διατήρηση πανάρχαιων γλωσσικών ήχων, πλαταγισμάτων της γλώσσας, σε φυλές της Αφρικής που ενσωματώθηκαν στο λεξιλόγιό τους. Τη συνήθεια αυτή πιθανότατα κληρονόμησαν από κοινό πρόγονο (40.000 χρόνια πριν) ο οποίος μιλούσε κάποια πανάρχαιη «πρωτογλώσσα».

Αν όμως η γλώσσα χαρακτηρίζεται από βαθμιαία εξέλιξη, τότε ένα άλλο βασανιστικό ερώτημα αφορά το πότε προήλθε. Και ενώ οι βιολόγοι έχουν στη διάθεσή τους ποικίλα γενετικά και παλαιοντολογικά ευρήματα για να ιχνοθετήσουν την εξέλιξη του ανθρώπου, οι γλωσσολόγοι έχουν ένα τεράστιο κενό. Το κενό αυτό φιλοξενεί πειράματα σε πιθήκους λ.χ. και σε άλλα είδη, όπως τα πτηνά, σε μια προσπάθεια αποκωδικοποίησης της εξέλιξης της γλωσσικής ικανότητας. Μια ας πούμε φειδωλή άποψη για τη διαφορά της γλωσσικής ικανότητας μεταξύ ανθρώπων και πιθήκων, οι οποίοι διαχωρίστηκαν πριν από πέντε περίπου εκατομμύρια χρόνια, προέρχεται από διαφορές στη διαδικασία της πληροφορίας, στην ικανότητα, στη μνήμη και στον εθελούσιο έλεγχο πάνω στον φωνητικό μηχανισμό παρά στην απουσία ενδογενών γλωσσικών δομών.

H πιθανή ύπαρξη περιοχών του λόγου στον εγκέφαλο του Homo habilis υποστηρίζει την άποψη ότι στα μισά της εξέλιξης, από τους πιθηκοειδείς προγόνους μας ως τον Homo sapiens, αναπτύχθηκαν και μερικά βιολογικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την ομιλία και ισχυροποιούν την πιθανότητα να ήταν η έναρθρη ομιλία, σε κάποια αρχική μορφή, στις ικανότητες του Homo habilis. Τελευταία υποστηρίζεται επίσης ότι το κανάλι που μεταφέρει το νεύρο το οποίο ελέγχει την κίνηση του οργάνου της γλώσσας θεωρείται μεγαλύτερο στους ανθρώπους του Νεάντερταλ και στους αρχαϊκούς Homo sapiens σε σχέση με τους πιθήκους, τους Αυστραλοπιθήκους και τον Homo habilis. H επιμήκυνση του εν λόγω νεύρου πρέπει να συνέβη πριν από 300.000 χρόνια με βάση τη χρονολόγηση σχετικών απολιθωμάτων οστών. Επειδή η επιμήκυνση αυτή μπορεί να συσχετισθεί και με τη λειτουργία της ομιλίας, συμπεραίνεται ότι μια τέτοια ικανότητα που μοιάζει με αυτήν του ανθρώπου εξελίχθηκε πολύ νωρίτερα από ό,τι υποστηρίζεται με αρχαιολογικά ευρήματα τα οποία βασίστηκαν στην έναρξη της συμβολικής σκέψης.

Μια άλλη σοβαρή ανατομική αλλαγή που σχετίζεται με την προέλευση της γλώσσας αφορά το μέγεθος του θωρακικού καναλιού από το οποίο περνούν τα νεύρα που ελέγχουν τη συστολή των μυών του θώρακα, με επίπτωση στην κατάλληλη ρύθμιση της αναπνοής, απαραίτητη για την ομιλία. Και στην περίπτωση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει διαφορά ως προς την έκταση της κάλυψης της θωρακικής περιοχής με τα εν λόγω νεύρα, με τον Homo sapiens και τον Νεάντερνταλ να έχουν αυξημένη κάλυψη σε αντίθεση με τον Homo erectus και τους παλαιότερους προγόνους. Εκτιμάται ότι η αλλαγή αυτή πρέπει να έγινε μεταξύ 1.600.000 και 100.000 χρόνια πριν, ενισχύοντας τον έλεγχο της αναπνοής που συμπαρέσυρε την εξέλιξη της γλώσσας.

Για την παρακολούθηση της εξέλιξης των ανθρωποειδών σε συνδυασμό με τα αναφερόμενα στις γλωσσικές του ικανότητες, αναφέρουμε παρενθετικά και συνοπτικά στο σημείο αυτό τη γενική εξελικτική αλληλουχία των «κυρίαρχων» ειδών: Australopithecus afarensis (3,5 εκατ. χρόνια πριν) Australopithecus africanus (3 εκατ. χρόνια πριν), Homo habilis (2,2 εκατ. χρόνια πριν· θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο βήμα εξέλιξης από τη ζωώδη στην ανθρώπινη κατάσταση), Homo erectus (1,6 εκατ. χρόνια πριν), Homo sapiens neanderthalensis (πάνω από 130 χιλ. χρόνια πριν· έζησε ως 30 χιλ. χρόνια πριν) και Homo sapiens sapiens (ο σύγχρονος άνθρωπος, 35-40 χιλ. χρόνια πριν). Στο θέμα αυτό θα επανέλθουμε βέβαια για την παράθεση στοιχείων και απόψεων.

Το εξελικτικό αυτό οδοιπορικό που έφερε τον άνθρωπο να θαυμάζεται για τη μοναδική επικοινωνιακή του συμπεριφορά με την κατάκτηση της μοναδικής γλωσσικής του ικανότητας, τη ρητορική του δεινότητα και την υπερδύναμη που βγαίνει από τον λόγο, τον καθιστά ταυτόχρονα και υπεύθυνο γα τη μοναδική αυτή ισχύ του. Το ομηρικό ρηθέν «τέκνον εμόν ποίον σε έπος φύγεν έρκος οδόντων;» (τι σου ξέφυγε τέκνο μου από το διάφραγμα των δοντιών σου;) δραματοποιεί αυτό που πολλές φορές ξεφεύγει από το προσβλητικό μας οπλοστάσιο, τη «διγλωσσία», την αμετροέπεια και την ύβριν – «θανατηφόρες» βόμβες – που δεν συνάδουν με τις δυνατότητες του εκλεπτυσμένου εγκεφάλου μας. Και τούτο διότι ο χειρισμός της γλώσσας απαιτεί ισχυρά «εργαλεία» που μόνο η παιδεία τα διαθέτει. Ποιος μπορεί να έχει αντίρρηση;

Γιατί υπάρχουν τόσες διαφορετικές γλώσσες;

Σε όλο τον κόσμο υπάρχουν σήμερα πάνω από 6.000 γλώσσες. Γι΄αυτό χρειαζόμαστε διερμηνείς και μεταφραστές. Πριν από πολλά χρόνια, όλοι μιλούσαν ακόμα την ίδια γλώσσα. Αυτό όμως άλλαξε, όταν οι άνθρωποι άρχισαν να μεταναστεύουν.

Εγκατέλειψαν την πατρίδα τους, την Αφρική, και επεκτάθηκαν πάνω στην γη. Αυτός ο χωροταξικός διαχωρισμός οδήγησε, αντίστοιχα, σε έναν γλωσσικό διαχωρισμό. Διότι κάθε λαός ανέπτυξε την δική του μορφή επικοινωνίας. Από την κοινή πρωτογλώσσα δημιουργήθηκαν πολλές, διαφορετικές γλώσσες.

Οι άνθρωποι δεν έμεναν όμως ποτέ για πολύ καιρό σε έναν συγκεκριμένο τόπο. Έτσι οι γλώσσες συνεχώς διαχωρίζονταν η μία από την άλλη. Και κάποια στιγμή, δεν μπορούσε κανείς πλέον να ξεχωρίσει μια κοινή ρίζα.

Επίσης, κανένας λαός δε ζούσε απομονωμένος για χιλιετίες. Υπήρχε πάντα επαφή με άλλους λαούς. Αυτό άλλαζε τις γλώσσες. Έπαιρναν στοιχεία από ξένες γλώσσες ή τις ανακάτευαν. Εξ αιτίας αυτού, η εξέλιξη των γλωσσών δεν σταματούσε ποτέ. Έτσι η μετανάστευση και η επαφή με άλλους λαούς εξηγούν λοιπον τον μεγάλο αριθμό των γλωσσών.

Το γιατί όμως οι γλώσσες διαφέρουν τόσο, είναι ένα άλλο ζήτημα. Κάθε εξέλιξη ακολουθεί ορισμένους κανόνες. Πρέπει λοιπόν να υπάρχουν λόγοι, που οι γλώσσες είναι έτσι όπως είναι. Για αυτούς τους λόγους ενδιαφέρονται οι επιστήμονες εδώ και καιρό. Θα ήθελαν να ξέρουν, γιατί οι γλώσσες εξελίσσονται διαφορετικά Για να το ερευνήσουμε αυτό, πρέπει να παρακολουθήσουμε την ιστορία των γλωσσών.

Έτσι μπορούμε να δούμε, ποιες αλλαγές έγιναν και πότε έγιναν. Ακόμη δεν γνωρίζουμε, τι επηρεάζει την ανάπτυξη της γλώσσας. Οι πολιτιστικοί παράγοντες φαίνονται να είναι ποιο σημαντικοί από τους βιολογικούς. Αυτό σημαίνει ότι η ιστορία λαών διαμόρφωσε τις γλώσσες τους. Προφανώς, οι γλώσσες μάς διηγούνται περισσότερα από όσα νομίζουμε…


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ