Γεννήθηκες τη δεκαετία του ’80; Έτσι ήταν τα καλοκαίρια μας – Τρεις 35άρηδες θυμούνται…


Πώς ήταν τότε που δεν υπήρχαν κινητά; Πώς περνούσαν οι μέρες στο χωριό; Ήταν καλύτερα ή χειρότερα από σήμερα οι διακοπές μας; Σίγουρα ήταν διαφορετικά και σίγουρα πιο αγνά… 

Θα θέλαμε να κλείσετε τα μάτια και να σκεφτείτε το αγαπημένο σας μέρος για διακοπές. Όχι το πιο όμορφο, ούτε το πιο πολυτελές, αλλά το μέρος που νιώθετε ξέγνοιαστοι, εκεί που έχετε τις καλύτερες αναμνήσεις, εκεί που και μόνο η σκέψη σας ηρεμεί.

Στοιχηματίζω πως αυτό το μέρος δεν είναι ούτε στο Παρίσι, ούτε στο Μπαλί, ούτε στην Μύκονο. Δεν έχει πολυτελή ξενοδοχεία, ούτε πισίνες, ούτε χρειάζονται χιλιάδες ευρώ για να περάσεις μερικές μέρες. Υποθέτω πως στη σκέψη σας υπάρχει ένα ελληνικό χωριό, με τη θάλασσα να είναι λίγα μόλις λεπτά από το σπίτι που μένετε, με την παραλία γεμάτη πολύχρωμες ομπρέλες και στρώματα, οι φωνές των παιδικών σας φίλων να ηχούν παντού, όπως και της γιαγιάς ή του παππού που σας φώναζε να μαζευτείτε το μεσημέρι για φαγητό και να ξαναβγείτε μετά τις 17:00 που θα έχει πέσει ο ήλιος.

Για εμάς ειδικά που έχουμε μεγαλώσει τη δεκαετία του ’80 και του ’90, το καλοκαίρι των παιδικών μας χρόνων έχει μια ιδιαίτερη γεύση, ένα άρωμα μοναδικό, μια εικόνα αγνή, τρυφερή, χωρίς κινητά, χωρίς υπολογιστές, μια εικόνα γεμάτη ζωή, γεμάτη χαρά και ανεμελιά, γεμάτη νέους φίλους.

Ξέρετε, τότε τους φίλους δεν τους έβλεπες πρώτα στο Facebook και μετά τους επέλεγες. Οι παρέες δημιουργούνταν αυτόματα, χωρίς πολλά πολλά… «Εεε φίλε, παίζεις μπάλα;»«Παίζω!». Αυτό ήταν! Παιχνίδι όλη μέρα, σε γήπεδα και πλατείες, μπλέκαμε σε περιπέτειες στο βουνό, πηδάγαμε από βράχους στη θάλασσα και κάναμε διαγωνισμό στο μακροβούτι. Όχι για να το γράψουμε μετά στο Facebook και να το ανεβάσουμε στο Instagram. Απλά και μόνο για τη χαρά του παιχνιδιού.

Πόσο γεμάτοι, πόσο χαρούμενοι με τόσο απλά πράγματα. Ακόμα και όταν σιγά σιγά μεγαλώναμε, το φλερτ με τα κορίτσια ήταν πιο αγνό. Τότε για να πάρεις το σταθερό τηλέφωνο από ένα κοριτσάκι η καρδιά χτυπούσε 150 παλμούς το λεπτό και ο ιδρώτας μας έλουζε όταν επιχειρούσαμε να πάρουμε τελικά τηλέφωνο, υπό το φόβο να το σηκώσει ο μπαμπάς ή μαμά του κοριτσιού.

Ήμασταν ελεύθεροι, χωρίς ωράριο, χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς καν διαβάσματα. Με τα ποδήλατα γυρνούσαμε όλη μέρα, αμέτρητα παιχνίδια στη θάλασσα και στην πλατεία του χωριού. Εκεί που στο καφενείο καθόταν ο παππούς ή ο πατέρας μας με την παρέα του και πηγαίναμε να του ζητήσουμε χαρτζιλίκι για κανένα παγωτάκι ή για καμιά πορτοκαλάδα μπλε.

Αν βέβαια διαβάσει αυτές τις γραμμές ένα παιδί που έχει γεννηθεί μετά το 1994, θα αναρωτηθεί πώς είναι δυνατόν να ζούσατε χωρίς κινητά, χωρίς υπολογιστή, χωρίς τάμπλετ; Κι όμως, ζούσαμε δημιουργώντας κάθε μέρα στιγμές, αναμνήσεις ζωής. Και ξέρετε ποιο είναι το σημαντικότερο; Ότι τότε τα προβλήματα, τις έγνοιες, τις ανησυχίες και το άγχος της Αθήνας τα αφήνανε μικροί και μεγάλοι πίσω. Ελάχιστα μέσα μάς κρατούσαν σε επαφή με τη ζωή στην πρωτεύουσα. Οι ειδήσεις στην τηλεόραση, οι εφημερίδες, άντε και το σταθερό τηλέφωνο της γιαγιάς που δεν μας άφηνε να χρησιμοποιήσουμε γιατί «γράφει το τηλέφωνο και θα μας έρθει πολύ ο ΟΤΕ».

Μακάρι όλα τα παιδιά να μεγάλωναν με αυτό τον τρόπο, μακάρι οι στιγμές τους να ήταν πραγματικές και όχι πλασματικές στα Social Media. Μακάρι οι φίλοι τους να τους εκτιμούσαν για την παρέα τους εκεί έξω και όχι για τα likes. Μακάρι το φλερτ να γινόταν πρόσωπο με πρόσωπο, με καρδούλες που χτυπούν γρήγορα και πρόσωπα που ιδρώνουν, όχι με καρδούλες στο Instagram και πρόσωπα πάνω από φωτεινές οθόνες κινητών.

Χρήστος Γιαννούλης (Δημοσιογράφος Newsbomb.gr): Εύβοια – Πελοπόννησος – Μόνο χαρά και ξεγνοιασιά

Καλοκαίρι, όταν ήμασταν παιδιά εκεί στις αρχές του ’90, ήταν πράγματα που δεν τα βλέπεις πια να γίνονται συχνά. Καταρχάς, καλοκαίρι χωρίς χωριό δεν ήταν καλοκαίρι! Είτε αυτό ήταν το χωριό του μπαμπά στην Εύβοια ή της μαμάς στην Πελοπόννησο, όταν ξεκίναγες για να πας σε ένα από τα δυο, με το αμάξι φορτωμένο σε βαθμό κακουργήματος, ήξερες ότι ξεκινάει η πιο ανέμελη περίοδος του χρόνου.

Ήξερες ότι θα βρεις τα παιδιά που έβλεπες τρεις – τέσσερις φορές τον χρόνο, αφού εσύ έμενες στην Αθήνα δυστυχώς, αλλά θα έπαιζες και θα χαιρόσουν λες κι ήσασταν κάθε μέρα μαζί! Καλοκαίρι ήταν τα κάστρα στην άμμο της Ζαχάρως κι οι βουτιές στον βυθό του Ευβοϊκού με τη μάσκα που δεν την έβγαζες αν δεν σου άφηνε μόνιμο σημάδι στο πρόσωπο… Ήταν το μπάνιο με το λάστιχο στην αυλή και τα παρακάλια των δικών σου να κοιμηθείς το μεσημέρι, που για εσένα ήταν ο άχρηστος χρόνος μέχρι να πάρεις το ποδήλατο και να βγεις στην πλατεία…

Ήταν το κλασικό μέτρημα: Χ μπάνια, Χ παγωτά. Ήταν η τηλεόραση με μπαλαντέζα στην αυλή για να δούμε τον Πύρρο και την Πατουλίδου στη Βαρκελώνη, και τον Μπάτζιο να χάνει το πέναλτι στου Μουντιάλ του 1994. Συνοδεία… ψησταριάς βέβαια όλα αυτά. Ήταν το να μένεις με άλλα 20 παιδιά μέχρι αργά στην πλατεία και κανένας να μην φοβάται ότι θα σου συμβεί το παραμικρό… Ήταν οι “εξερευνήσεις” που (νομίζαμε ότι) κάναμε και το ατελείωτο τρέξιμο όταν μας τρόμαζε κανένα περίεργο ζωντανό της ελληνικής φύσης…

Ήταν τα κόμιξ, οι κάρτες και τα παιχνίδια που ανταλλάζαμε και η βόλτα στα ηλεκτρονικά όταν κατεβαίναμε από το χωριό στην πλησιέστερη παραλιακή πόλη, με όλο το σόι προφανώς γιατί αυτά ηταν τα ωραία, και πάνω από όλα, ήταν καλοκαίρι γιατί δεν είχε smartphones, social media κι αποξένωση…

Το καλύτερο messenger ήταν η συνεννόηση από την προηγούμενη μέρα: “αύριο πλατεία για μπάλα, βγάλτε ομάδες”. Το καλύτερο app ήταν η φωνή της γιαγιάς: “έλα παιδάκι μου να φας, δεν φεύγουν τα παιδιά εκεί θα είναι κι αύριο”…
Ήταν, το δικό μας, καλοκαίρι. Τώρα;

Κώστας Χρήστου (Δημοσιογράφος Ratpack.gr): Η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας και το «ευχαριστώ» στους γονείς μας

Κάθε φορά που ανατρέχω στα καλοκαίρια της παιδικής ηλικίας, η πρώτη αποτίμηση που μου έρχεται στο μυαλό είναι η παρακάτω: καψίματα από τον ήλιο, παγωτά και τόνους από κόμιξ. Αλλά αυτό ήταν το αγνό ελληνικό καλοκαίρι των 90s για έναν πιτσιρικά. Ήταν η εποχή που το εξοχικό είχε τον πρωτεύοντα ρόλο, οι διακοπές στα νησιά ήταν στη φάση «αν μας περισσέψει κάτι πάμε» και που τα μπάνια του λαού ήταν νόμος.

Ειλικρινά, δεν περίμενες να συμβεί τίποτα σε πολιτικό επίπεδο, που θα σε ανάγκαζε να πετάξεις την εφημερίδα και να ανοίξεις την τηλεόραση. Αλλά αυτά ήταν για τους μεγάλους.

Για τους πιτσιρικάδες που γεννηθήκαμε εκεί ανάμεσα στο ‘81 και το ‘85, υπήρχε ακόμη η νοοτροπία της αλάνας. Το μόνο ηλεκτρονικό των διακοπών ήταν το Game Boy, το οποίο ωστόσο θα το έπιανες στα χέρια σου κάποιο βαρετό μεσημέρι που οι δικοί σου σε τραβούσαν στις ταβέρνες. Διαφορετικά το πρόγραμμα περιελάμβανε μπάνιο, ποδόσφαιρο, ποδήλατο, τρεχάλα με τους φίλους δεξιά και αριστερά, σε μία εποχή χωρίς κορονοϊούς και πανδημίες, χωρίς υπερβολές και σίγουρα με λιγότερο φόβο.

Ήμασταν μία γενιά που οι γονείς μας επικεντρώθηκαν στο να μας μεγαλώσουν όμορφα, να μας παρέχουν ό,τι μπορούσαν περισσότερο και δεν άφηναν τις έριδες και τα μίση να μπουν ανάμεσα στην ομαλή διαδικασία της ανατροφής αυτής. Ακόμη και ο ήλιος στην παραλία ήταν καλύτερος. Ακόμη και τα παγωτά είχαν άλλη γεύση. Ίσως όλα να ήταν καλύτερα γιατί απλά ήμασταν παιδιά. Σίγουρα. Ήμασταν όμως ευτυχισμένα παιδιά.

Οι ξέγνοιαστες μέρες των διακοπών σε μία αλάνα, σε ένα τροχόσπιτο, σε κάμπινγκ ή σε ένα εξοχικό, δεν είναι απλά όμορφες καλές στιγμές που κρατάς στην καρδιά. Είναι μία απόδειξη του πόσο ευτυχισμένοι ήμασταν με λιγοστά πράγματα. Πόσο περιττά μοιάζουν κάποια άλλα σήμερα και πως διάφοροι γονείς έχουν πείσει τους εαυτούς τους -και ενδόμυχα τα παιδιά τους- πως αν δεν τους τα παρέχουν δεν θα είναι ποτέ ευτυχισμένα. Γιατί για τις ανέμελες διακοπές μας ευθυνεται το πέπλο αγάπης, προστασίας και κατανόησης των γονιών μας. Ένα μεγάλο, ασυναγώνιστο, τεράστιο δώρο.

Κάποιες φορές αναλογίζομαι ακόμα εκείνες τις ημέρες. Δεν ήταν άλλωστε μόνο μία πραγματικότητα που άφησε όμορφες αναμνήσεις, αλλά το μοναδικό μέρος που θα βρεις την πιο ατόφια εκδοχή του παιδικού εαυτού σου. Την καλύτερη.

Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Newsbomb.gr.


Πηγή


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ