Τι «κρύβουν» τα 12.000 καταφύγια της Αττικής


Οδοιπορικό κάτω από την επιφάνεια της Γης

Κάτω από… τα πόδια των σημερινών κατοίκων της Αττικής ή κάποιες φορές ακόμα και δίπλα τους, υπάρχουν τα ξεχασμένα «απομεινάρια» μιας άλλης εποχής. Είναι τα καταφύγια της ελληνικής πρωτεύουσας, που κατασκευάστηκαν, στην πλειονότητά τους από τη δεκαετία του 1930 έως του 1950.

Πόσο μακριά μπορεί να βρίσκονται αυτά τα «ζωντανά» απομεινάρια της εποχής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου από τους σημερινούς κατοίκους της Αττικής; Η απάντηση είναι «πιο κοντά από ό,τι νομίζουν οι περισσότεροι», όπως προκύπτει από την περιήγηση που είχε την ευκαιρία να κάνει το Data Project του Newsbomb.gr σε κάποια από τα καταφύγια, με τη βοήθεια του Κωνσταντίνου Κυρίμη, ερευνητή/συγγραφέα του έργου «Τα Καταφύγια της Αττικής 1936-1956», που διατίθεται αποκλειστικά από τη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού.

O κ. Κυρίμης έχει ασχοληθεί εκτενώς με την εξερεύνηση/ χαρτογράφηση των καταφυγίων της Αττικής, συμβάλλοντας στην ανάδειξη ενός, σε μεγάλο βαθμό, άγνωστου και ακόμα «ζωντανού» (από την άποψη πως τα καταφύγια του πολέμου βρίσκονται σε πολλές περιπτώσεις κυριολεκτικά δίπλα στους σημερινούς κατοίκους του Λεκανοπεδίου και τις καθημερινές τους ζωές) κομματιού της ιστορίας. Έχοντας ήδη στο ενεργητικό του ένα δίτομο έργο πάνω στο θέμα, ετοίμασε ένα νέο έργο, υπό την αιγίδα της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού – μια έκδοση για την Πολιτική Προστασία τις δεκαετίες του 1930 και του 1940. Σε αυτό το πλαίσιο ήταν ο καθ’ ύλην αρμόδιος για να μας ξεναγήσει σε μια σειρά διαδρομών, ένα μέρος των οποίων κινήθηκε αρκετά κάτω από την επιφάνεια της Γης.

Πόσα είναι τα καταφύγια της Αττικής

«Είναι πολύ δύσκολο να προσδιορίσουμε τον ακριβή αριθμό των καταφυγίων στην Αττική. Ο στρατάρχης Παπάγος μιλά στα απομνημονεύματά του για 400 δημόσια καταφύγια και ξέρουμε ότι χτίστηκαν 5.000 – 6.000 ακόμα ιδιωτικά καταφύγια σε πολυκατοικίες. Με το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου πάρα πολλοί υφιστάμενοι υπόγειοι χώροι – σπηλαιώματα, παλιά υπόγεια κλπ – διασκευάστηκαν όσο πιο γρήγορα γινόταν σε αυτοσχέδια καταφύγια και αυτό έδωσε άλλες περίπου 6.000. Οπότε στην Αττική υπήρχαν περίπου 12.000 προστατευμένοι χώροι» εξηγεί ο κ. Κυρίμης, στο πλαίσιο της πρώτης περιήγησης, σε ένα γερμανικό καταφύγιο, σε σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις στον Πειραιά. Το εν λόγω καταφύγιο είχε κατασκευαστεί το 1942-1943, στο πλαίσιο της εγκατάστασης γερμανικών φρουρών στους σιδηροδρομικούς σταθμούς της πόλης.

«Το συγκεκριμένο έχει μια κατασκευαστική ιδιαιτερότητα. Οι Γερμανοί κατασκεύαζαν γενικά τα καταφύγιά τους με δύο τρόπους. Υπήρχαν τα λεγόμενα tiefbunkers, τα υπόγεια καταφύγια, και τα hochbunkers, τα υπέργεια καταφύγια. Η διαφορά ήταν ότι οι Γερμανοί σκέφτηκαν, από ένα σημείο και μετά, ότι είναι πολύ πιο φτηνό να χτίσεις κάτι προς τα πάνω, παρά να αναγκαστείς να σκάψεις. Άρα προτιμούσαν πολλές φορές να κάνουν υπέργεια καταφύγια, με μεγαλύτερη ενίσχυση. Και για τα καταφύγια ειδικά αυτά που ήταν υπέργεια υπήρχε ένας συγκεκριμένος τρόπος κατασκευής, σχημάτιζαν ένα είδος πυραμίδας – η διατομή τους- ώστε οι βόμβες να αναπηδούν και να μην χτυπάνε κατευθείαν τον στόχο και να μειώνονται έτσι οι απώλειες. Ο χώρος που βρισκόμαστε είναι μια υβριδική τέτοια εγκατάσταση. Βρισκόμαστε 1-2 μέτρα υπογείως, αλλά παράλληλα η κορυφή εκτείνεται προς τα πάνω. Το ύψος του καταφυγίου είναι περίπου 4 μέτρα, έχει ένα ιδιαίτερα μεγάλο πάχος στα τοιχώματά του. Οι ελληνικές προδιαγραφές κατασκευής καταφυγίων της εποχής όριζαν τα 30 εκατοστά ως ένα καλό πάχος σε τοίχο με οπλισμένο σκυρόδεμα. Ο χώρος που είμαστε εδώ έχει τουλάχιστον 60 εκατοστά, είναι στρατιωτικών προδιαγραφών» μας λέει ο κ. Κυρίμης, ενώ βρισκόμαστε σε έναν χώρο ο οποίος δεν ενδείκνυται ακριβώς για επίσκεψη από κλειστοφοβικούς.

Κατά την αποχώρησή τους, οι Γερμανοί επιχείρησαν να καταστρέψουν πολλά από τα καταφύγια που είχαν κατασκευάσει. Όσα δεν καταστράφηκαν, τα οικειοποιήθηκε η ελληνική πολιτική προστασία, εντάσσοντάς τα στο ελληνικό σύστημα αεράμυνας, οπότε, όπως μας λέει ο «ξεναγός» μας, «πάρα πολλά από τα καταφύγια που είχαμε τη δεκαετία του ‘50, του ‘60 ή και μέχρι και πρόσφατα είναι κατασκευασμένα από τους Γερμανούς και τα έχουμε οικειοποιηθεί εμείς».

Όσον αφορά στα ελληνικά καταφύγια, άρχισαν να κατασκευάζονται το 1936, επί Μεταξά, ενόψει του μεγάλου πολέμου που απειλούσε την Ευρώπη. Μετά τον πόλεμο, ωστόσο, μειώθηκε κατά πολύ η ανάγκη να υπάρχουν καταφύγια, λόγω της τεχνολογικής προόδου: Τα όπλα άρχισαν να γίνονται πιο ακριβή και εξελιγμένα, οπότε δεν υπήρχε πια η έννοια του «τυφλού» βομβαρδισμού. «Πλέον στην εποχή που ζούμε θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουν απαξιωθεί χρηστικά εντελώς. Η αξία τους είναι πλέον αμιγώς μουσειακή και ιστορική» μας λέει ο κ. Κυρίμης.

Data Project: Οδοιπορικό στα καταφύγια της Αττικής

«Στοές εκατοντάδων μέτρων»:

Οι αστικοί θρύλοι και η παραφιλολογία για τα καταφύγια

Η δεύτερη επίσκεψη του Data Project πραγματοποιείται επίσης σε καταφύγιο σε σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις στην περιοχή του Πειραιά: «Λόγω της στρατηγικής σημασίας που είχαν τα σιδηροδρομικά δίκτυα την εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου δεν είναι καθόλου περίεργο ότι οι Γερμανοί εγκατέστησαν σε κάθε σιδηροδρομικό σταθμό τη στρατιωτική τους φρουρά. Είναι ένα κλασικού τύπου γερμανικό καταφύγιο για σιδηροδρόμους, που έχει αυτή την πολύ χαρακτηριστική τριγωνική διατομή» εξηγεί ο κ. Κυρίμης.

Ο Πειραιάς, σημειωτέον, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όσον αφορά στα καταφύγιά του, δεδομένης της πολεοδομικής διαφοράς που παρουσιάζει σε σχέση με την Αθήνα: «Επειδή δεν είχε τη δόμηση που είχε η Αθήνα, δεν φτιάχτηκαν πάρα πολλά καταφύγια στον αστικό ιστό: Δεν υπήρχαν πολυκατοικίες όπως στο κέντρο της Αθήνας, στο Κολωνάκι, στην Ομόνοια, στο Σύνταγμα… Ως αποτέλεσμα δεν υπάρχουν και πολλά καταφύγια μέσα στον αστικό ιστό, άρα οι πολίτες δεν γνωρίζουν και πολύ πόσα καταφύγια υπάρχουν… Εντούτοις η διαφορά του Πειραιά είναι πως είχε πολύ σημαντική βιομηχανική ζώνη, οπότε υπάρχουν λιγότερα μεν σε πλήθος, αλλά πολύ εντυπωσιακά σε τρόπο οικοδόμησης, μέγεθος και αντοχή, σε περιοχές όπως η Δραπετσώνα, το Κερατσίνι, το λιμάνι του Πειραιά. Όπου βρεις δηλαδή λιμάνι, βιομηχανία γενικά, υπάρχουν πολύ εντυπωσιακά καταφύγια».

Εκ των πραγμάτων, πάντως, όταν ακούει κανείς για «υπόγεια Αττική», το μυαλό θα πάει, τουλάχιστον σε έναν βαθμό, σε κάπως «περιπετειώδεις» ή «κινηματογραφικές» καταστάσεις: Τι μπορεί άλλωστε να περιμένει κάποιος, πέρα από εκπλήξεις, όταν επισκέπτεται απομεινάρια του πολέμου τα οποία συνεχίζουν να υπάρχουν, σε μεγάλο βαθμό «αθέατα», αν και ενσωματωμένα, με τον τρόπο τους, στην καθημερινή ζωή; Ερωτηθείς σχετικά, ωστόσο, ο κ. Κυρίμης μας… προσγειώνει: «Θα έλεγα ότι η μεγαλύτερη έκπληξη που συναντάω σε κάθε καταφύγιο είναι η πολύ μεγάλη διαφορά μεταξύ αυτού που περιμένουμε να δούμε και μας έχουν ‘υποσχεθεί’ αυτοί που γνωρίζουν τον χώρο, με αυτό που ισχύει στην πραγματικότητα. Δυστυχώς τα καταφύγια, λόγω της υπόγειας και σκοτεινής φύσης τους ενδείκνυνται πάρα πολύ για παραφιλολογία και αστικούς θρύλους. Οπότε πολλές φορές έχουμε βρεθεί σε ένα καταφύγιο για το οποίο μας είχαν πει πριν την επίσκεψή μας ότι υπάρχουν στοές εκατοντάδων μέτρων, ίσως και χιλιομέτρων κάποιες φορές – και τελικά οι εγκαταστάσεις τους, όπως είναι αναμενόμενο, είναι πεπερασμένες. Τα καταφύγια δεν είχαν ποτέ στόχο να βοηθήσουν να ταξιδέψει κανείς από μία μακρινή πλευρά της πόλης σε μία άλλη. Ο στόχος ήταν να έχουν συγκεκριμένες διαστάσεις και μεγάλη αντοχή ώστε να προστατεύσουν τον κόσμο για 2-3 ώρες και μετά να εξέλθει με ασφάλεια. Το πιο εντυπωσιακό λοιπόν είναι η παραφιλολογία που ακούγεται γύρω από αυτά».

Ο κ. Κυρίμης έχει να μας διηγηθεί και μία σχετική ιστορία, ενδεικτική της έντασης των φημών που συνοδεύουν τα καταφύγια και της ανάγκης των ανθρώπων να πιστέψουν πως η υπόγεια Αθήνα είναι πολύ πιο πολύπλοκη, εντυπωσιακή και ιδίως μυστηριώδης: «Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα καταφύγιο που είχαμε πάει να καταγράψουμε σε ένα πολύ κεντρικό σημείο στην οδό Ακαδημίας… Ο άνθρωπος που ήταν υπεύθυνος στον χώρο μάς έδειξε την έξοδο κινδύνου. Η έξοδος κινδύνου, βάσει των προδιαγραφών που υπήρχαν εκείνη την εποχή στην πολιτική προστασία, έπρεπε να οδηγεί με ασφάλεια στο πλησιέστερο πεζοδρόμιο, άρα συνήθως είχε 4-5-10 μέτρα μήκος το πολύ. Και μας είπε λοιπόν ότι είχε ακούσει μια ιστορία, ότι κάποτε αυτή η στοά οδηγούσε σε 2-3 πλατείες μακριά, σε τεράστια απόσταση!

Του εξήγησα ότι αυτό δεν συνέβαινε ποτέ και ότι αυτό οδηγούσε στο πλησιέστερο πεζοδρόμιο. Επέμενε ότι δεν ίσχυε αυτό. Τελικά λίγο αργότερα βρήκα και τα πρωτότυπα αρχιτεκτονικά σχέδια. Του τα έφερα και του τα έδειξα και του είπα κοίτα να δεις, (η έξοδος) είναι σφραγισμένη τώρα, αλλά οδηγούσε λίγα μέτρα παρακάτω. Και παρότι είδε τα αρχιτεκτονικά σχέδια τα πρωτότυπα, του 1938, δεν πείστηκε και συνέχισε να πιστεύει ότι οδηγεί εκατοντάδες μέτρα μακριά σε κάποιο άλλο σημείο της Αθήνας. Οπότε η πίστη είναι πιο δυνατή από τη φωτιά!».

Τα καταφύγια και οι κίνδυνοί τους

Το τρίτο καταφύγιο που επισκεπτόμαστε διαφέρει αρκετά από τα προηγούμενα δύο: Βρίσκεται σε έναν γνωστό λόφο του Πειραιά και απ’ έξω τίποτα δεν μαρτυρά την παρουσία του πέρα από μία -μικρή σχετικά- τρύπα στο έδαφοςΜέσα, τα πράγματα αλλάζουν: Δαιδαλώδεις, σκοτεινές σήραγγες, πολλές φορές μεγάλης κλίσης, που οδηγούν προς κάτω, φέρνουν στο μυαλό του γράφοντος περισσότερο τη «Μόρια», του βασιλείου των Νάνων του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», παρά έναν χώρο που συνδέεται με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Όπως μας λέει ο κ. Κυρίμης, ενώ βρισκόμαστε σε βάθος 12-15 μέτρων κάτω από την επιφάνεια, πρόκειται για ένα καταφύγιο που χρησιμοποιήθηκε από γερμανική μονάδα αντιαεροπορικού πυροβολικού: «Έχει ένα πολύ μεγάλο ανάπτυγμα στοών, περίπου 150 μέτρα… Αυτό το καταφύγιο αποτέλεσε για πάρα πολλά χρόνια έναν άτυπο στίβο δοκιμασίας θάρρους των παιδιών της γειτονιάς. Από φίλους που έχω στην περιοχή αυτή, θυμάμαι διηγήσεις που μου ανέφεραν ότι τα παιδιά μεταξύ τους, για να δείξουν ποιο ήταν το πιο γενναίο, έπρεπε να κατέβουν όσο πιο χαμηλά μπορούσαν, ακόμα και χωρίς φωτισμό για να δείξουν το πόσο τολμηροί ήταν».

Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, κάτι τέτοιο αποτελεί από μόνο του «συνταγή» για κίνδυνο και ατυχήματα – και προκύπτει προφανώς το ερώτημα πόσο επικίνδυνο είναι το συγκεκριμένο «άθλημα», το οποίο εντάσσεται στην ευρύτερη κατηγορία του αποκαλούμενου «urban exploration».

Ερωτηθείς σχετικά, ο κ. Κυρίμης σημειώνει τα εξής: «Η επικινδυνότητα διαφέρει από καταφύγιο σε καταφύγιο. Για παράδειγμα, το να μπει κάποιος σε μια πολυκατοικία έχει σχεδόν μηδαμινή επικινδυνότητα. Τώρα, το να μπει σε έναν χώρο όπως αυτός, ο οποίος βρίσκεται αρκετά βαθιά, κάποια σημεία έχουν γκρεμιστεί, η στατικότητά του δεν είναι η καλύτερη δυνατή, ο αέρας σίγουρα δεν είναι πολύ καλός… Καλό είναι αν κάποιος δεν γνωρίζει καλά πού πηγαίνει, αν δεν έχει κάποιον άνθρωπο να τον συνοδεύει, να υπάρχουν τουλάχιστον δύο άτομα στην ομάδα και να έχει τον φακό του, το κράνος του, και τον εξοπλισμό που πρέπει – σίγουρα να μην επιχειρεί κάτι τέτοιο μόνος του».

Δυνατότητες αξιοποίησης

Πώς θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν όλοι αυτοί οι χώροι; Πρόκειται για ένα από τα ερωτήματα που αναπόφευκτα έρχονται στο μυαλό όταν βαδίζει κάποιος σε σήραγγες που μοιάζουν βγαλμένες από κινηματογραφική ταινία. Αν και κάποια από αυτά τα καταφύγια – όπως αυτά τα οποία βρίσκονται στην περιοχή Λυκαβηττού – Αρδηττού – παραμένουν ενταγμένα στο ευρύτερο πλαίσιο της πολιτικής άμυνας της χώρας, από τους προαναφερθέντες αριθμούς και μόνο κατανοεί κανείς πως πρόκειται για χώρους αδιαμφισβήτητου ιστορικού ενδιαφέροντος, που, με την κατάλληλη φροντίδα, θα μπορούσαν να προσελκύσουν επισκέπτες.

«Στο σύνολο των ευρωπαϊκών πόλεων, όλοι αυτοί οι υπόγειοι χώροι έχουν αξιοποιηθεί, είτε χρηστικά με την έννοια να γίνουν μουσεία, χώροι πολιτισμού, χώροι συναντήσεως, είτε τουριστικά – υπάρχουν άνθρωποι που ζουν και βιοπορίζονται με τις παρουσιάσεις και ξεναγήσεις σε τέτοιους υπόγειους χώρους. Εδώ δυστυχώς, στην Αθήνα και τον Πειραιά, δεν υπάρχει αντίστοιχη πρωτοβουλία και είναι πολύ κρίμα, γιατί υπάρχουν πάρα πολλοί χώροι – και αρκετά εντυπωσιακοί – που θα μπορούσαν να αναδειχθούν, μεταφέροντας νοητά τους επισκέπτες σε εκείνα τα πολυτάραχα χρόνια, να αποτελέσουν πηγή εσόδων, και να βοηθήσουν ντόπιους και τουρίστες να καταλάβουν πτυχές της ιστορίας που δεν είναι τόσο γνωστές», δηλώνει ο κ. Κυρίμης.

Στο πλαίσιο της συζήτησης γύρω από τον ρόλο που έπαιξαν τα καταφύγια στη ζωή της ευρύτερης περιοχής κατά το παρελθόν, ο «ξεναγός» μας επισημαίνει και μια άλλη, διαφορετική διάσταση: «Πέραν ενός μέσου παθητικής αεράμυνας, αποτέλεσαν έναν πάρα πολύ προσφιλή τόπο γνωριμιών και κοινωνικής ζύμωσης σε μια εποχή που η Αθήνα μπορεί να ήταν ένα ‘μεγάλο χωριό’, αλλά οι άνθρωποι συνέχιζαν να έχουν το πρόβλημα που έχουν και τώρα: Ο ένας δεν γνώριζε σε μεγάλο βαθμό ποιος μπορεί να κατοικεί δίπλα του, ιδίως στην Αθήνα που ήταν πιο πυκνοκατοικημένη. Οπότε, οι ασκήσεις αεράμυνας, και το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι που ζούσαν σε έναν συγκεκριμένο χώρο καλούνταν να εκπαιδευτούν και να συμβιώσουν για κάποιες ώρες υπογείως υπό αντίξοες συνθήκες, βοήθησαν να γνωριστούν καλύτερα, να έρθουν πιο κοντά ο ένας στον άλλον και να ξεπεράσουν ενδεχομένως ακόμα και κάποια ‘οικονομικά φράγματα’. Θυμάμαι σε δημοσιεύματα που διάβαζα πρόσφατα (να γράφουν) ότι ‘πλούσιοι και φτωχοί βρισκόμαστε στο ίδιο καταφύγιο’ – ήταν δηλαδή ‘αταξικά’ τα καταφύγια».

Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Κυρίμης επισημαίνει ότι το καθεστώς Μεταξά, την εποχή πριν τον πόλεμο, δεν είχε περιοριστεί μόνο στην κατασκευή των καταφυγίων, καθώς ήθελε να διασφαλίσει ότι οι άνθρωποι, αν προέκυπτε ο κίνδυνος σε έναν συναγερμό, θα μπορούσαν να λειτουργήσουν και σωστά: «Δεν φτάνει μόνο η ύπαρξη της υποδομής, χρειάζεται και μία εκπαίδευση, για αυτό και δόθηκε πάρα πολύ μεγάλη έμφαση στο κομμάτι της εκπαίδευσης του πληθυσμού, γίνονταν πάρα πολύ συχνά ασκήσεις και σε κάθε καταφύγιο έπρεπε να υπάρχει και ένας ηγέτης, ο λεγόμενος οικοφύλακας, ο οποίος ήταν υποχρεωμένος βάσει νόμου να περάσει ένα κρατικό σχολείο, από λίγες εβδομάδες μέχρι και μήνα, να διατηρεί το καταφύγιο καθαρό, να εμψυχώνει τους ανθρώπους, να τηρεί την τάξη και να διασφαλίζει ότι όλα γίνονται όπως πρέπει».

Ο «επίλογος» των καταφυγίων της Ελλάδας

Το «κεφάλαιο» των καταφυγίων της Ελλάδας, σε μεγάλο βαθμό, «έκλεισε» το 1956, όταν έγινε άρση του νόμου της υποχρεωτικότητας κατασκευής καταφυγίων. Η χώρα μας δεν εισήλθε ποτέ στο «κεφάλαιο» της κατασκευής ατομικών/ πυρηνικών καταφυγίων.

«Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν ατομικά ή πυρηνικά καταφύγια, κυρίως επειδή δεν το επέτρεπε η οικονομική κατάσταση της χώρας. Η Ελλάδα εξήλθε από τον Εμφύλιο το 1949 και οι πόροι δεν αρκούσαν ούτε για να ανοικοδομηθεί η χώρα, πόσο μάλλον για να φτιάξουμε πάρα πολύ ακριβές και σύνθετες δομές όπως τα πυρηνικά καταφύγια – και δη για να στεγάσουν μια μεγαλούπολη όπως η Αθήνα. Τα τελευταία καταφύγια τα έχουμε τη δεκαετία του 1950, μέχρι το 1956, αλλά είναι μικρότερα σε μέγεθος και αρκετά πιο ‘ελαστικών’ προδιαγραφών», κλείνει ο κ. Κυρίμης αυτή την ιδιότυπη ξενάγηση.


Παραγωγή: Data Project – DPG Digital Media
Premium Content Manager | Σοφία Μαυραντζά · Ρεπορτάζ | Κώστας Μαυραγάνης · Φωτογραφίες – Βίντεο | Λευτέρης Παρτσάλης · Senior Product Manager | Δέσποινα Γαβριήλ · Infographics | Ζωή Κατσιγιάννη · Development | Γιάννης Μαρκοστάμος · Quality Αssurance | Mένιος Βάρλας Design | Στρατής Κανιμάς, Ευη Γεωργακοπούλου

Πηγή


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ