Το πρωτοχρονιάτικο λαχείο του 1968, ο πληροφοριοδότης της ασφάλειας και η «μπαρμπουτιέρα»


Ο αριθμός 064136, που κέρδισε στην πρωτοχρονιάτικη λοταρία 1.500.000 δραχμές, έμελλε να πρωταγωνιστήσει στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, αφού οι διεκδικητές του οδηγήθηκαν στις δικαστικές αίθουσες, απασχολώντας για πολλούς μήνες τον έντυπο τύπο.

Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1968 όταν στα χέρια του Γ.Λ ιδιοκτήτη μιας παράνομης λέσχης έφτασαν μερικά λαχεία, από θαμώνα της «μπαρμπουτιέρας» που είχε ξεμείνει από χρήματα και αποζητούσε μερικά ακόμη για να συνεχίσει να παίζει. Ένα από τα λαχεία όμως ήταν τυχερό και λίγες ώρες αργότερα η αξία του αντιστοιχούσε σε 1.500.000 δραχμές.

Η υπόθεση εξελίχθηκε σε τεράστιο θέμα της εποχής στη Βόρεια Ελλάδα, αφού στην ιστορία πρωταγωνίστησαν ο ιδιοκτήτης της παράνομης λέσχης και πληροφοριοδότης της Ασφάλειας, ένας τζογαδόρος, ένας παντοπώλης και ο διοικητής αστυνομικού τμήματος. Έξι μήνες μετά την κλήρωση, ο ιδιοκτήτης της λέσχης κατέθεσε μήνυση σε βάρος του διοικητή και του παντοπώλη που εξαργύρωσε το λαχείο, για υπεξαίρεση ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και εκβίαση κατ’ εξακολούθηση.

Η δίκη ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1970 στη Βόρεια Ελλάδα με τον ιδιοκτήτη της «μπαρμπουτιέρας» να υποστηρίζει πως υπήρξε πληροφοριοδότης της ασφάλειας, αλλά και πως αγόρασε το λαχείο το λαχείο τη νύχτα της Παραμονής της Πρωτοχρονιάς. Μάλιστα, σύμφωνα με το κατηγορητήριο ο Γ.Λ παρέδωσε την 1 Ιανουαρίου 1968 στον τότε υπομοίραρχος και προσωρινό διοικητή του Αστυνομικού Τμήματος της πόλης, τον υπ’ αριθμόν 064136 λαχνό του ειδικού κρατικού λαχείου που είχε κερδίσει 1,5 εκ. δραχμές, για να διαφυλαχθεί από τυχόν διεκδίκηση του λαχείου από τον πρώην κάτοχο του Γ. ο οποίος την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τον είχε πωλήσει μέσα στην «μπαρμπουτιέρα». Το λαχείο όμως φέρεται ότι εξαργυρώθηκε στο Βόλο από έναν παντοπώλη, ο οποίος και εισέπραξε την αξία του.

«Από δεκαετίες ήμουν συνεργάτης της γενικής ασφαλείας. Το 1955 μπήκα υπάλληλος στο μονοπώλιο και εργάστηκα μέχρι το 1963 οπότε έμπλεξα στην υπόθεση Λαμπράκη και έμεινα χωρίς δουλειά. Πολλές φορές ζήτησα βοήθεια από τους αξιωματικούς και τους παρακάλεσα να με συνδράμουν να βρω κάπου δουλειά. Με συμβούλεψαν να ανοίξω μαγαζί και εκείνοι θα με βοηθούσαν. Αλλά δεν είχα κεφάλαια. Και επειδή όλο αυτό το διάστημα με κυνηγούσαν οι αριστεροί και οι άλλοι μετέτρεψα το δωμάτιο του σπιτιού μου σε τόπο χαρτοπαιξίας. Μετά από καιρό οικονόμησα κάποια χρήματα και αποφάσισα να νοικιάσω ένα μαγαζί για αυτή τη δουλειά» περιέγραψε ο Γ.Λ στους δικαστές.

Μετά την διαφήμιση της…σχέσης του με την Ασφάλεια ενώπιον δικαστών και ακροατηρίου, ο μηνυτής προχώρησε στην περιγραφή όσων έγιναν γύρω από το τυχερό λαχείο. «Στις 31 Δεκεμβρίου 1967 κάποιος Γ. που έπαιζε στην μπαρμπουτιέρα, έχασε κι ήθελε να πουλήσει έναν αριθμό λαχείων. Επειδή κανείς δεν τα αγόραζε, τα πήρα εγώ για 215 δραχμές. Ήταν τρία γραμμάτια του ειδικού κρατικού λαχείου και μερικά του Λαϊκού. Δεν ξέρω αν είχε κρατήσει τους αριθμούς. Το ίδιο βράδυ αργά καθόμουν σε ένα αυτοκίνητο και άκουγα από το ραδιόφωνο τους αριθμούς που κέρδισαν. Και τους έγραψα σε ένα χαρτί από τσιγάρα. Αργότερα διαπίστωσα ότι ένα από τα λαχεία που είχα αγοράσει είχε κερδίσει 1,5 εκατομμύριο» ανέφερε ο μηνυτής.

Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι έσπευσε να μιλήσει για την τύχη στη σύζυγό του και τους υπαλλήλους του στους οποίους έδειξε και το τυχερό δελτίο. «Δεν είπα τίποτα στους άλλους που έπαιζαν στην μπαρμπουτιέρα και αμέσως ξεκίνησα για το σπίτι. Ανακοίνωσα το γεγονός τη γυναίκα μου, της έδωσα το λαχείο και γύρισα στο μαγαζί όπου έμεινα μέχρι της 4.30 το πρωί. Γύρισα στο σπίτι μου έμεινα 2-3 ώρες και ύστερα πήγα σε μία εφημερίδα και διαπίστωσα ότι πράγματι το λαχείο μου είχε κερδίσει. Είπα μάλιστα στον υπάλληλο της μπαρμπουτιέρας να κεράσει όλο τον κόσμο».

Ωστόσο, η είδηση έκανε γρήγορα το γύρο της πόλης και ο αρχικός ιδιοκτήτης του λαχείου διαμήνυσε ότι θα διεκδικήσει τα κέρδη, ισχυριζόμενος ότι ο «μπαρμπουτιέρης» το κέρδισε στα ζάρια και δεν το αγόρασε. Μόλις το έμαθε ο Γ.Λ επισκέφθηκε αμέσως τον διοικητή του τμήματος, με τον οποίο είχαν σχέσεις, αφού ήταν πληροφοριοδότης. «Επισκέφτηκα τότε τον διοικητή του τμήματος που μου υπέδειξε να του δώσω το λαχείο να το στείλει σε κάποιον δικό του άνθρωπο για να μην έχω φασαρίες με τον Γ., που το διεκδικούσε. Επειδή δεν το είχα μαζί μου γύρισα στο σπίτι μου και δώσαμε ραντεβού για το απόγευμα να του παραδώσω το λαχείο. Στο σπίτι μου βρήκα την κουνιάδα μου με τον άντρα της, στους οποίους έδειξα το λαχείο. Το απόγευμα πήγα στο τμήμα και βρήκα το διοικητή που με σύστησε στην γυναίκα του, μπήκαμε στο γραφείο του και του παρέδωσα το λαχείο. Την επόμενη μέρα έμαθα ότι ο Γ. ήθελε να υποβάλλει μήνυση γιατί δήθεν δεν αγόρασα το λαχείο αλλά το είχα κερδίσει στα ζάρια. Για να μάθω την εξέλιξη της υπόθεσης τηλεφώνησα στο διοικητή που μου είπε ότι δεν τον είχε επισκεφθεί ακόμα ο Γ. αλλά ότι αν γινόταν κάτι τέτοιο θα τους κανόνιζε».

Αν και ο διοικητής υποσχέθηκε πως θα λύσει οποιοδήποτε πρόβλημα ανακύψει, ο Γ.Λ το πρωί της 4ης Ιανουαρίου δέχθηκε μεγάλο σοκ. Παίρνοντας την πρωινή εφημερίδα διάβασε πως τον αριθμό κατείχε κάποιος παντοπώλης στο Βόλο. «Τηλεφώνησα πάλι στο διοικητή ο οποίος μου είπε ότι ο παντοπώλης είναι δικός του άνθρωπος» ανέφερε ο μηνυτής και υποστήριξε πως κατάλαβε ότι τον είχαν εξαπατήσει, όταν στις 17 Ιανουαρίου του έκλεισαν μεταμεσονύχτιο ραντεβού για να του δώσουν τα χρήματα αλλά δεν βρήκε κανέναν εκεί. Του έκλεισαν και δεύτερο ραντεβού, στο οποίο δεν εμφανίστηκε κανείς, όταν τελικά ο διοικητής στις 22 Ιουνίου της ίδιας χρονιάς του πρότεινε να του δώσει 400.000 δραχμές, με την προϋπόθεση ότι θα υπέγραφε πως δεν ήταν αναμεμειγμένος στην υπόθεση του λαχείου. Ο Γ.Λ. αρνήθηκε και υπογράψει τη δήλωση και στη συνέχεια προσέφυγε στη δικαιοσύνη.

Από το βήμα του μάρτυρα πέρασαν συνεργάτες και φίλοι του μηνυτή οι οποίοι επιβεβαίωσαν τους ισχυρισμούς του λέγοντας, αρκετοί από αυτούς, ότι είχαν δει το τυχερό λαχείο στα χέρια του. Μάλιστα, σύμφωνα με μαρτυρίες ο Γ.Λ. είχε αρχίσει να… μοιράζει τα χρήματα του λαχείου πριν τα πάρει. Σε ένα φίλο του αγόρασε έξι σακιά τσιμέντο και σωλήνες για το σπίτι που έχτιζε, ενώ έταξε και 20.000 δρχ. σε παράγοντα της «Προοδευτικής» για να ενισχύσει την ομάδα.

Στη δίκη κατέθεσε και ο αρχικός κάτοχος του λαχείου, επιμένοντας πως ο Γ.Λ. δεν αγόρασε το λαχείο αλλά το κέρδισε στα ζάρια περίπου μια εβδομάδα πριν την 31η Δεκεμβρίου του 1967. «Είχα μεγάλη χασούρα εκείνο το βράδυ. Όταν έμεινα από χρήματα έβαλα τα λαχεία πάνω στο τραπέζι και τα έχασα με μια ζαριά» είπε στους δικαστές. Στο πλευρό του διοικητή που καθόταν στο εδώλιο του κατηγορουμένου, στάθηκαν πολλοί αξιωματικοί, οι οποίοι έκαναν λόγο για «επιχείρηση σπίλωσης της χωροφυλακής». Τα ίδια επανέλαβε στην απολογία του και ο διοικητής του τμήματος, περιγράφοντας τον μηνυτή ως έναν πιεστικό τύπο, που ενοχλούσε συνεχώς την Ασφάλεια.

«Υπηρετώ επί 22 έτσι στο σώμα της χωροφυλακής. Τον Γ.Λ δεν τον γνώριζα μέχρι το 1963 οπότε διάβασα το όνομα του στις εφημερίδες λόγω της ανάμειξης του στην υπόθεση Λαμπράκη. Την εποχή εκείνη ήμουν στην Γενική Ασφάλεια (…). Τον Γ.Λ δεν τον συμπαθούσα διότι προ της επαναστάσεως αναμειγνυόταν σε διάφορες πολιτικές συγκεντρώσεις και πρωτοστατούσε σε διαδηλώσεις» ανέφερε ο διοικητής και συμπλήρωσε σχετικά με την υπόθεση του λαχείου: «Λίγες μέρες μετά συνάντησα τον υπομοίραρχο Κ. Ήταν εκεί και ο Γ.Λ και ο υπομοίραρχος του είπε: «Εσύ μωρέ κέρδισες ολόκληρο λαχείο και πουλάς το αδιάβροχο; Ή μήπως δεν κέρδισες;». Κέρδισα απάντησε ο εκείνος αλλά το έχει ο Θ. και αύριο θα πάμε στην Αθήνα να το εξαργυρώσουμε. Μόλις έφυγαν ρώτησα τον ανθυπασπιστή για το λαχείο και μου είπε: «Λέει ότι έχει κερδίσει το λαχείο, αλλά λέει πολλά. Αλλά ποιος τον πιστεύει»».

Ακολούθησε η απολογία του 57χρονου παντοπώλη από το Βόλο, ο οποίος επέμεινε ότι δεν γνωρίζει τον διοικητή και πως ταλαιπωρείται άδικα δύο χρόνια. «Εγώ και ο συγκατηγορούμενος μου ταλαιπωρούμαστε δύο χρόνια τώρα χωρίς να γνωριζόμαστε. Το λαχείο είναι δικό μου και το αγόρασα από τον Ι.Δ. αλλά δε θυμάμαι πότε ακριβώς. Το άφησα στο συρτάρι του παντοπωλείου μου. Στις 2 Ιανουαρίου που άνοιξα το μαγαζί πήρα εφημερίδα και το μεσημέρι στο σπίτι μου, η κόρη μου διαπίστωσε ότι κερδίσαμε 1,5 εκατομύριο. Το απόγευμα πήγα σε δύο πρακτορεία αλλά δεν είχαν έλθει οι επίσημοι κατάλογοι. Το βράδυ παρακάλεσα ένα θαμώνα του ταβερνείου που είναι δίπλα στο παντοπωλείο να μου αγοράσει μία αθηναϊκή εφημερίδα. Όταν πείστηκα ότι κέρδισα δεν έλεγα το αληθινό ποσό για να μη τους δώσω αφορμή και διαδοθεί η επιτυχία μου. Μάλιστα δεν τους κέρασα όλους για να μην υποψιαστούν ότι κέρδισα μεγάλο ποσό» είπε στο δικαστήριο.

Αν και ο εισαγγελέας της έδρας στην αγόρευση του ζήτησε την ενοχή των δυο κατηγορουμένων για το αδίκημα της υπεξαίρεσης, το δικαστήριο, μετά από διαδικασία που διήρκησε πέντε ημέρες, απάλλαξε και τους δυο κατηγορούμενους λόγω αμφιβολιών.

Πηγή


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ