Η διάπλαση του καλλιεργημένου ανθρώπου κατά τον Αριστοτέλη


Η φιγούρα που ο Ξενοφών έχει στο μυαλό του είναι εκείνη του πεπαιδευμένου ανθρώπου, του «καλλιεργημένου» -όπως θα λέγαμε σήμερα- ανθρώπου.

Ακόμα και για τη φιλοσοφική παιδεία ισχύει η διάκριση που έθεσε, μεταξύ άλλων, ο Πρωταγόρας, ανάμεσα σε εκείνη που στοχεύει στη διάπλαση άλλων επαγγελματιών φιλοσόφων, ικανών με τη σειρά τους να διδάξουν, και στην απόκτηση απλώς μίας γενικής φιλοσοφικής παιδείας. Αυτός ο διαχωρισμός ισχύει και για τον Ισοκράτη, ενώ ο Αριστοτέλης επιστρέφει σε αυτόν και τον οικειοποιείται. Το ερώτημα είναι: ποιος είναι κατάλληλος να κρίνει τη γνώση των ειδικών, αυτά που οι ίδιοι λένε και κάνουν στους τομείς πάνω στους οποίους έχουν εξειδικευτεί; Μόνο άλλοι ειδικοί ή και οι κοσμικοί; Προφανώς ένας ειδικός, για παράδειγμα ένας γιατρός θα ήταν ο πιο κατάλληλος κριτής των συναδέλφων του.

Αλλά αν παραδεχτούμε ότι και οι κοσμικοί μπορούν να κρίνουν τους ειδικούς, τίθεται το ερώτημα: μέχρι ποιο σημείο πρέπει να εμβαθύνουν στις επιστήμες, οι οποίες είναι εξειδικευμένες και προικισμένες με έναν υψηλό βαθμό περιπλοκότητας, δηλαδή μέχρι ποιο σημείο το περιεχόμενο αυτών, συμπεριλαμβανομένης της φιλοσοφίας, πρέπει να εισαχθεί και να αποτελεί πλέον μέρος της παιδείας; Μία παραδοσιακή απάντηση εντοπίζει τη λύση στην απόκτηση μίας εγκυκλοπαιδικής γνώσης, στη γνωστή πολυμάθεια, κυριολεκτικά την «εκμάθηση πολλών πραγμάτων».

Εμβληματική περίπτωση, που όμως αγγίζει τα όρια του απίθανου, είναι αυτή του σοφιστή Ιππία του Ηλείου, ο οποίος καυχιόταν για τις γνώσεις του όχι μόνο στα μαθηματικά, αλλά και ως αρχαιοδίφης, καθώς και ότι ήξερε να φτιάχνει μόνος του τα ρούχα και τα παπούτσια του. Ο κίνδυνος αυτής της αξίωσης έγκειται στο να καταλήξει όπως ο Μαργίτης, ο ήρωας ενός χαμένου ποιήματος που αποδίδεται στον Όμηρο, ο οποίος ήξερε τα πάντα, αλλά δεν ήξερε τίποτα καλά. Τόσο ο Πλάτων όσο και ο Αριστοτέλης είναι πεπεισμένοι ότι κάθε άτομο μπορεί να είναι ικανό σε έναν μόνο πολύ καλά προσδιορισμένο τομέα του επιστητού.

Ωστόσο, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ακόμα και κάποιος που δεν είναι ειδικός μπορεί να αποδειχθεί ικανός κριτής, αλλά με την προϋπόθεση ότι διαθέτει μία ανώτερη γνώση από εκείνη του ειδικού, για παράδειγμα τη γνώση της διαλεκτικής σε σχέση με εκείνη των μαθηματικών, καθώς ο φιλόσοφος που μπορεί να ασκεί τη διαλεκτική ξέρει πώς να αμφισβητήσει ακόμα και τις αρχές με βάση τις οποίες οι μαθηματικοί διαμορφώνουν τα συμπεράσματα τους. Παρομοίως, η γνώση αυτού ο οποίος ξέρει να χρησιμοποιείτο προϊόντα που προκύπτουν από τις τέχνες και τις επιστήμες είναι ανώτερη από εκείνη όσων τα παράγουν. Αυτοί Βρίσκονται στη θέση του αρχιτέκτονα (κυριολεκτικά: «αυτός που κατευθύνει τις εργασίες αυτών που τις εκτελούν»). Και ο Αριστοτέλης είναι της ίδιας άποψης, αλλά κατά τη γνώμη του, σε κάθε τομέα του επιστητού υπάρχουν δύο όψεις, «στη μία αντιστοιχεί το όνομα της επιστήμης του αντικειμένου, στην άλλη αυτό της παιδείας», όπως αναφέρει στο έργο με τίτλο Περί ζώων μορίων.

O τεχνίτης είναι κατάλληλος για να ασκήσει κριτική μόνο στον τομέα της ικανότητάς του και όχι σε άλλους τομείς, ενώ ο πεπαιδευμένος, ακριβώς επειδή έχει κατακτήσει μία γενική κουλτούρα η οποία αφορά «κατά κάποιον τρόπο, όλες τις τέχνες», έχει την ικανότητα να κρίνει την ορθότητα που δείχνουν οι διάφοροι ειδικοί, προφορικώς ή γραπτώς, στον τομέα τους. Πρόκειται για μία «κριτική» ικανότητα, η οποία συνίσταται στην κριτική και τη διάκριση του τι έχει ειπωθεί ορθά και τι όχι. Αλλά δεν αφορά τόσο το περιεχόμενο των διαλόγων, γιατί, αν ίσχυε αυτό, για να κρίνει κάποιος θα έπρεπε να διαθέτει εγκυκλοπαιδικές, καθολικές γνώσεις, οι οποίες δεν είναι προσιτές στον καθένα. Αντίθετα, αφορά την κριτική της μεθόδου και του τρόπου με τα οποία οι διάφοροι ειδικοί διαμορφώνουν τα επιχειρήματα ή τις αποδείξεις τους και επομένως την τυπική λογική δομή των λόγων τους. Με αυτή την έννοια, ο πεπαιδευμένος προσεγγίζει τον ειδικό της διαλεκτικής, ο οποίος δεν διαμορφώνει επιστημονικές αποδείξεις με βάση αληθείς προκείμενες, αλλά γνωρίζει πώς να βασίζεται σε προκείμενες οι οποίες μπορεί να είναι αληθείς ή· μόνο κοινά αποδεκτές απ’ όλους ή από τους περισσότερους ή από τους ειδικούς, προκειμένου να καταλήξει ορθώς σε συμπεράσματα.

Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Αριστοτέλης με τη διδασκαλία της φιλοσοφίας στη σχολή του, το Λύκειο, και με τα γραπτά του, αποβλέπει όχι μόνο στη διάπλαση άλλων επαγγελματιών -φιλοσόφων, αλλά και στη διάπλαση πεπαιδευμένων ανθρώπων. Ας μην ξεχνάμε ακόμα ότι κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τον 2″ αιώνα, ο γιατρός Γαληνός, μετά από μία σημαντική φιλοσοφική προετοιμασία, παρουσιάζει μπροστά σε ένα καλλιεργημένο κοινό, το οποίο δεν απαρτίζεται μόνο από ειδικούς, όχι μόνο ανατομικά στοιχεία νεκροψίας ζώων, αλλά και επιχειρήματα τα οποία είναι σε θέση να πρυτανεύσουν υπέρ των γιατρών με τους οποίους βρισκόταν σε ανταγωνισμό και να πείσουν ολόκληρο το ακροατήριο. Και ο Αριστοτέλης υποστηρίζει μία εκπαίδευση που δεν είναι αποκλειστική ιδιωτική, αλλά και δημόσια, που παρέχεται από την πόλη και πυρήνας της, οποίας μπορεί να είναι η μουσική και όχι απαραίτητα η φιλοσοφία, η οποία, αντίθετα, παρέχεται στη φιλοσοφική σχολή. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο ίδιος ο Αριστοτέλης στην Αθήνα δεν ήταν πολίτης, αλλά ξένος.

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, για να γίνει κάποιος καλός πολίτης δεν είναι απαραίτητο να γίνει επαγγελματίας φιλόσοφος, όπως ακριβώς για να γίνει κανείς φιλόσοφος δεν χρειάζεται να είναι πολίτης: σε αυτή την περίπτωση ανήκει ο ίδιος και σε αυτή την περίπτωση ανήκουν πολλοί φιλόσοφοι και στην ελληνιστική εποχή, οι οποίοι προέρχονται όχι μόνο από την Ακαδημία και το Λύκειο, αλλά και από τις άλλες δύο σχολές που ιδρύθηκαν δίπλα σε αυτές στην Αθήνα, την επικουρική και τη στωική. Για όλους τους φιλοσόφους, η φιλοσοφική ζωή εξακολουθεί να είναι η πιο υψηλή μορφή δραστηριότητας και, επομένως, αντιπροσωπεύει το απόγειο της παιδείας: το να γίνει κανείς άνθρωπος με όλη τη σημασία της έννοιας δεν σημαίνει πλέον να γίνει κανείς απλώς καλός πολίτης. Ακραίο παράδειγμα αυτής της τοποθέτησης είναι οι κυνικοί φιλόσοφοι, οι οποίοι διάγουν μία ζωή περιπλάνησης, χωρίς να έχουν ρίζες σε καμία πόλη, και αντιμετωπίζουν εχθρικά όλες τις μορφές της παραδοσιακής παιδείας και των φιλοσοφικών σχολών.

Umberto Eco, Riccardo Fedriga – Η ιστορία της φιλοσοφίας

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ