Οι εργαζόμενοι έχασαν το τρένο της ευρωανάκαμψης


Η ισχυρότερη οικονομική ανάκαμψη εδώ και μια δεκαετία, η χαμηλότερη ανεργία που έχει καταγραφεί, κι’ όμως τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι το ποσοστό των ευρωπαίων εργατών σε καθεστώς φτώχειας συνέχισε να ανεβαίνει σταθερά μετά την χρηματοπιστωτική κρίση.

Τα στοιχεία της Eurostat, τα οποία επικαιροποιήθηκαν πλήρως μόλις την προηγούμενη εβδομάδα έδειξαν ότι το 2017 ένας στους 10 εργαζόμενους ζούσε σε νοικοκυριό που βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας, μέγεθος αναλλοίωτο από το 2016 και το υψηλότερο που έχει ποτέ καταγραφεί.

Με την δημιουργία θέσεων εργασίας, τις αυξήσεις μισθών και την οικονομική ανάκαμψη να αναμένεται να επιβραδύνουν την επόμενη χρονιά, οι προοπτικές δημιουργίας υψηλότερα αμειβόμενων και σταθερών θέσεων εργασίας θα γίνει περισσότερο αβέβαια, τροφοδοτώντας δυνητικά τις αντικαθεστωτικές και λαϊκιστικές διαμαρτυρίες, όπως τα «κίτρινα γιλέκα» στη Γαλλία.

Πολλοί παράγοντες συνεισφέρουν στην αδυναμία των ευρωπαίων εργαζομένων να πετύχουν αξιοπρεπές οικογενειακό εισόδημα: δεν εργάζονται αρκετές ώρες, απασχολείται μόνο ένας, χαμηλές αμοιβές, αυξανόμενες τιμές και μειώσεις στις παροχές από πολλές κυβερνήσεις.

Η φτώχεια έχει αυξηθεί στις περισσότερες μορφές απασχόλησης, ακόμα και μεταξύ εργαζομένων με καλή πρόσβαση σε παροχές και κοινωνική προστασία. Τα πράγματα, όμως, είναι πολύ χειρότερα για όσους δεν έχουν θέσεις πλήρους απασχόλησης, καθώς είναι τρεις φορές πιθανότερο να κατηγοριοποιούνται στους «φτωχούς». Στην Ευρωπαϊκή Ενωση, σχεδόν ένας στους έξι εργαζόμενους που απασχολείται σε προσωρινή και μερικής απασχόλησης θέση βρέθηκε το 2017 σε κίνδυνο φτώχειας. Το ποσοστό αυξάνει σε έναν στους τέσσερις για όσους δεν έχουν κανονικά συμβόλαια, όπως όσοι είναι αυτοαπασχολούμενοι.

«Πολύ συχνά οι αυτοαπασχολούμενοι μπορούν να «πωλήσουν» μόνο τη δική τους εργασία και είναι αναγκασμένη να την πωλήσουν σε συνθήκες εκτός του καθεστώτος προστασίας που έχει συνήθως ένας εργαζόμενος», λέει ο Esther Lynch της European Trade Union Confederation.

Δεν προκαλεί έκπληξη ότι η φτώχεια μεταξύ των εργαζομένων είναι υψηλότερη σε χώρες που χτυπήθηκαν πολύ από την χρηματοπιστωτική κρίση. Το 2017 περίπου 13% των εργαζομένων στην Ισπανία και 12% στην Ιταλία ήταν σε κίνδυνο φτώχειας, κυρίως ως αποτέλεσμα της υποαπασχόλησης.

Πέρυσι σχεδόν τα 2/3 των εργαζόμενων με μερική απασχόληση στην Ιταλία και την Ισπανία ήθελαν μια θέση πλήρους εργασίας αλλά δεν μπορούσαν να βρουν. Η Γαλλία επίσης έχει πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ ποσοστό «μη εθελοντικής μερικής απασχόλησης». Και στις τρεις χώρες η προσωρινή απασχόληση είναι περισσότερο συνήθης από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Ακόμα και στην πλούσια Γερμανία το ποσοστό των εργαζομένων με ρίσκο φτώχειας έχει σχεδόν διπλασιαστεί μετά το 2005, στο 9,1%, ένα ποσοστό παρόμοιο με το μέσο όρο της ΕΕ, το οποίο καταγράφει τη ταχύτερη άνοδο μεταξύ όλων των μεγάλων οικονομιών της ΕΕ.

Ο Henning Lohmann του Πανεπιστημίου του Αμβούργου συνδέει το γεγονός με την αύξηση των Γερμανών που εργάζονται με μερική απασχόληση, κάτι που σε μεγάλο βαθμό συνδέεται με την μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας του 2003, η οποία είχε ως στόχο μεγαλύτερη ευελιξία.

Ο Christian Odendahl επικεφαλής οικονομολόγος στο Κέντρο Ευρωπαϊκής Μεταρρύθμισης σημειώνει ότι η Γερμανία έχει το υψηλότερο ποσοστό χαμηλά αμοιβόμενων θέσεων μεταξύ των μεγάλων οικονομιών της ΕΕ, ως αποτέλεσμα του outsourcing παραγωγικών διαδικασιών και της αδύναμης συμμετοχής σε εργατικά συνδικάτα.

Στη Μεγάλη Βρετανία το 8,9% των απασχολούμενων ήταν σε κίνδυνο φτώχειας το 2017, ένα ποσοστό εν πολλοίς σταθερό την τελευταία δεκαετία. Οι ειδικοί αποδίδουν το ποσοστό αυτό σε παράγοντες που περιλαμβάνουν την στασιμότητα των αμοιβών, την μετά κρίση αύξηση της αυτοαπασχόλησης και τα υψηλά κόστη για την φροντίδα των παιδιών και τη στέγαση.

«Η φροντίδα των ανηλίκων είναι σημαντικό εμπόδιο στην απασχόληση, σημειώνει ο καθηγητής Rod Hick του Πανεπιστημίου του Κάρντιφ. «Δεν αποτελεί έκπληξη ότι οικογένειες με παιδιά είναι μεταξύ αυτών που παλεύουν να βγουν από την κατάσταση φτώχειας καθώς εισέρχονται στην απασχόληση».

Ο δείκτης τιμών κατοικιών προς εισόδημα στην Μεγάλη Βρετανία είναι κοντά στο υψηλότερο επίπεδο από το 1983.

Της Valentina Romei (Λονδίνο)

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ