Γιατί το μέλλον δεν ανήκει στην Κίνα!


Μη βγάζετε συμπεράσματα από το πρόσφατο παρελθόν. Η Κίνα είχε τέσσερις απίστευτα εντυπωσιακές δεκαετίες. Μετά τον θρίαμβό τους στον Ψυχρό Πόλεμο, τόσο η Δύση όσο και η φιλελεύθερη δημοκρατία έχουν αποδυναμωθεί. Πρέπει να συμπεράνουμε πως μια αυταρχική Κίνα θα γίνει με βεβαιότητα η κυρίαρχη δύναμη στον κόσμο τις επόμενες δεκαετίες;

Η απάντηση μου είναι «όχι». Πρόκειται για μια πιθανή εξέλιξη αλλά όχι βέβαιη.

Η ιδιαίτερα διαδεδομένη αντίληψη τη δεκαετία του 1980 ότι η Ιαπωνία θα γίνει «το νούμερο ένα» αποδείχτηκε εξαιρετικά εσφαλμένη. Το 1956, ο Νικίτα Χρουστσόφ, ο τότε πρώτος γραμματέας στην ιστορία του κομμουνιστικού κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, διαμήνυσε στη Δύση: «Θα σας κάνουμε σκόνη!». Αποδείχτηκε εντελώς λάθος.

Τα παραδείγματα της Ιαπωνίας και της Σοβιετικής Ένωσης καταδεικνύουν τρία συχνά λάθη: τη συναγωγή συμπερασμάτων από το πρόσφατο παρελθόν, την υπόθεση πως μια περίοδος ταχύτατης οικονομικής ανάπτυξης θα είναι διατηρήσιμη επ’ άπειρον και την υπερεκτίμηση των πλεονεκτημάτων της κεντρικής διαχείρισης σε σύγκριση με εκείνα του οικονομικού και πολιτικού ανταγωνισμού. Μακροπρόθεσμα, το πρώτο μοντέλο τείνει να γίνεται άκαμπτο και εύθραυστο, ενώ το τελευταίο τείνει να είναι ευέλικτο και άρα να ανανεώνεται.

Σήμερα, η σφοδρότερη πολιτική και οικονομική σύγκρουση είναι αυτή μεταξύ της Κίνας και των ΗΠΑ. Μια καθιερωμένη άποψη είναι πως περίπου ως το 2040 η οικονομία της Κίνας θα είναι πολύ μεγαλύτερη από εκείνη των ΗΠΑ, με την Ινδία να είναι ακόμα πολύ μικρότερη. Αλλά μήπως η άποψη αυτή είναι λανθασμένη; Η Capital Economics, μια ανεξάρτητη εταιρεία ερευνών, απαντάει «ναι», υποστηρίζοντας ότι η περίοδος των μοναδικών επιδόσεων της Κίνας μπορεί να πλησιάζει σύντομα στο τέλος της.

Υπάρχουν δύο πολύ ισχυρά επιχειρήματα σχετικά με το γιατί τούτη η αντίληψη μπορεί να αποδειχθεί λανθασμένη: πρώτον, η Κίνα έχει τεράστιες προοπτικές να συνεχίσει να πλησιάζει τα επίπεδα παραγωγικότητας των πιο ανεπτυγμένων χωρών. Δεύτερον, έχει αποδεδειγμένα την ικανότητα να επιτυγχάνει βιώσιμους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Θέλει θάρρος να στοιχηματίσει κανείς ενάντια στις προοπτικές και τις ικανότητες. Αλλά, υποστηρίζει η Capital Economics στο «Παγκόσμιο Μακροπρόθεσμο Οικονομικό Outlook», θα έπρεπε να το κάνουμε.

Όπως και με την Ιαπωνία τη δεκαετία του 1980, οι πολιτικές των εξαιρετικά υψηλών επενδύσεων και της ταχύτατης συσσώρευσης χρέους, οι οποίες επέτρεψαν στην Κίνα να αναπτύσσεται με πολύ γρήγορο ρυθμό μετά την οικονομική κρίση του 2009, την καθιστούν ευάλωτη σε μια απότομη επιβράδυνση.

Το κυριότερο, το ποσοστό των επενδύσεων, στο 44% του ΑΕΠ το 2017, είναι μη βιώσιμα υψηλό. Αυτό το εξωπραγματικό ποσοστό επενδύσεων διατήρησε την ανάπτυξη της προσφοράς και της ζήτησης μετά την κρίση του 2008. Αλλά το κατά κεφαλήν δημόσιο κεφάλαιο της Κίνας είναι ήδη αρκετά υψηλότερο από της Ιαπωνίας σε συγκρίσιμους όρους. Η επιβράδυνση του ρυθμού σχηματισμού νέων νοικοκυριών σημαίνει ότι θα χρειαστεί να κατασκευαστούν λιγότερες κατοικίες. Όπως είναι φυσικό, οι αποδόσεις των επενδύσεων έχουν καταρρεύσει.

Εν ολίγοις, η ανάπτυξη με ώθηση από τις επενδύσεις πρέπει να διακοπεί έγκαιρα.

Εξαιτίας του μεγέθους της, η Κίνα έχει φτάσει και σε αδιέξοδο όσον αφορά την ώθηση των εξαγωγών στην ανάπτυξη, η οποία είναι χαμηλότερη σε σχέση με άλλες ταχύτατα αναπτυσσόμενες ασιατικές οικονομίες. Ο εμπορικός πόλεμος με τις ΗΠΑ επιδεινώνει την κατάσταση αυτή.

Ο ενεργός πληθυσμός της Κίνας έχει αρχίσει να συρρικνώνεται. Δεδομένης και της τεράστιας ανόδου του χρέους, η διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης θα είναι πολύ δύσκολη.

Η μελλοντική ζήτηση θα εξαρτηθεί από την ανάδυση μιας αγοράς μαζικής κατανάλωσης, ενώ η ανάπτυξη της προσφοράς θα απαιτήσει άνοδο στην ανάπτυξη της ολικής παραγωγικότητας -έναν δείκτη της καινοτομίας. Αλλά το 2017, η ιδιωτική κατανάλωση ήταν μόλις 39% του ΑΕΠ. Για να δώσει ώθηση στη ζήτηση, το ποσοστό αποταμιεύσεων πρέπει να βουτήξει και το μερίδιο του εισοδήματος των νοικοκυριών στο ΑΕΠ πρέπει να εκτιναχτεί.

Θα είναι και τα δύο δύσκολο να επιτευχθούν. Αλλά το μεγαλύτερο εμπόδιο από όλα, ειδικά για την αναγκαία άνοδο της ανάπτυξης της παραγωγικότητας, είναι η μετατόπιση προς ένα πιο αυταρχικό πολιτικό σύστημα.

Για μια δεκαπενταετία, η Κίνα επωφελήθηκε από τις μεταρρυθμίσεις που εφάρμοσε ο Ζου Ρονγκί, πρωθυπουργός από το 1998 ως το 2003. Έκτοτε δεν έχουν γίνει ανάλογες μεταρρυθμίσεις.

Σήμερα, συνεχίζεται η προνομιακή χορήγηση πίστωσης στις κρατικές επιχειρήσεις, ενώ αυξάνεται η κρατική επιρροή στις μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις. Όλα τα παραπάνω είναι πιθανό να στρεβλώσουν την κατανομή πόρων και να επιβραδύνουν τον ρυθμό καινοτομίας και οικονομικής προόδου, ακόμα και αν αποφευχθεί μια οικονομική κρίση.

Εν συντομία, η Κίνα μπορεί να μην καταφέρει να ακολουθήσει το επιτυχημένο παράδειγμα άλλων ταχύτατα αναπτυσσόμενων ασιατικών οικονομικών, οι οποίες έγιναν χώρες υψηλού εισοδήματος. Θα είναι σίγουρα πολύ πιο δύσκολο για την Κίνα να το επιτύχει, γιατί οι στρεβλώσεις στην οικονομία της είναι τόσο μεγάλες και το παγκόσμιο περιβάλλον θα είναι πολύ πιο επιθετικό.

Εν τω μεταξύ, όπως υποστηρίζει η Capital Economics, η έλευση της ρομποτικής και της τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να πυροδοτήσουν εκ νέου την ανάπτυξη στη Δύση και το κυριότερο στις ΗΠΑ. Αν κάποιος θέλει να είναι αισιόδοξος, θα έπρεπε επίσης να ελπίζει ότι η εμπειρία της ανικανότητας και της μοχθηρίας του Ντόναλντ Τραμπ θα είναι παροδικές. Οι σκληροπυρηνικοί οπαδοί είναι μειονότητα. Η πλειονότητα όσων έχουν αηδιάσει θα κερδίσει και θα επαναφέρουν τον οικονομικό ανταγωνισμό και την κοινωνική μέριμνα που έχουν ανάγκη οι ΗΠΑ.

Η πιο ενδιαφέρουσα οικονομία πέραν της Κίνας δεν είναι η Ευρώπη, η οποία φαίνεται να οδεύει σε μια σχετικά αργή κάμψη, αλλά η Ινδία, η οποία αναμένεται να είναι η πιο πολυπληθής χώρα στο κοντινό μέλλον. Η Ινδία είναι πολύ πιο φτωχή από την Κίνα και άρα έχει πολύ μεγαλύτερες προοπτικές για να επιτύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η Capital Economics προβλέπει ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 5 ως 7% μέχρι το 2040. Είναι κάτι εύλογο. Το ποσοστό αποταμίευσης της Ινδίας και η ικανότητα των επιχειρήσεών της μπορούν να επιτύχουν ένα τέτοιο ποσοστό. Θα χρειαστεί πολλές μεταρρυθμίσεις. Αλλά η πολιτική της Ινδίας είναι όλο και πιο επικεντρωμένη στην οικονομική επίδοση. Δεν είναι κάτι που εγγυάται την επιτυχία. Αλλά τουλάχιστον την καθιστά πιο πιθανή.

Οι απογοητευμένοι φιλελεύθεροι δημοκράτες δεν πρέπει να απελπίζονται. Η ευφορία και η ύβρις της «μονοπολικής στιγμής» της δεκαετίας του 1990 και των αρχών του 2000 αποτέλεσαν σοβαρά λάθη. Αλλά ο θρίαμβος του δεσποτισμού απέχει πολύ από το να είναι αναπόφευκτος.

Τα αυταρχικά καθεστώτα μπορεί να αποτύχουν, όπως μπορεί να ανθήσουν οι δημοκρατίες. Η Κίνα είναι αντιμέτωπη με μεγάλες οικονομικές προκλήσεις. Την ίδια στιγμή, οι δημοκρατίες πρέπει να μάθουν από τα λάθη τους και να επικεντρωθούν στην ανανέωση της πολιτικής και των πολιτικών τους.

Του Martin Wolf

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ