Η εποχή της εικονικής θετικότητας


Ζούμε σε μία πολύ ενδιαφέρουσα εποχή. «Σκέψου Θετικά», «Μπορείς να καταφέρεις τα πάντα», «Είσαι δυνατός», «Τίποτα δεν μπορεί να σε ρίξει κάτω», και το κορυφαίο όλων: «διώξε τις αρνητικές σκέψεις». Μέσα κοινωνικής δικτύωσης γεμάτα με χαμογελαστά πρόσωπα, ακριβά αυτοκίνητα, γυμνασμένα σώματα, μαγευτικά τοπία και συνεχείς προτροπές που μας καλούν να απομακρύνουμε οτιδήποτε το αρνητικό από την ζωή μας.

Η αλήθεια είναι πως κάτι τέτοιο δεν είναι μόνο μη ρεαλιστικό, αλλά και εν δυνάμει επικίνδυνο. Θα μπορούσαμε να πούμε πώς αποτελεί μία πολύ καλή συνταγή αν ο στόχος μας είναι να μην μάθουμε ποτέ πραγματικά τον εαυτό μας. Μία τέτοια προσέγγιση υπονοεί πως η ύπαρξη και μόνο του αρνητικού αποτελεί ένα σφάλμα που θα πρέπει να αποφύγουμε. Πώς έχουν άραγε τα πράγματα για κάποιον που υποφέρει από κατάθλιψη, κάποια διαταραχή του άγχους, ή για όλους εμάς που ενίοτε βιώνουμε έντονα αρνητικά συναισθήματα;

Η πραγματικότητα των συναισθημάτων είναι πολύ διαφορετική. Θυμός, θλίψη, άγχος, ζήλια και φθόνος είναι μόνο κάποια από τα συναισθήματα που μπορεί να βιώσουμε και τα οποία δεν είναι κάτι άλλο από σημάδια αντίδρασης σε εξωτερικά ερεθίσματα. Κατάλοιπο των πρωταρχικών μας εμπειριών διαχείρισης των ψυχικών τραυμάτων των πρώτων μας χρόνων ζωής. Σημάδι, όμως, είναι και η αδυναμία μας να «μείνουμε» με αυτά τα συναισθήματα. Σημάδι πως δεν έχουμε εκπαιδευτεί στο να τα αντέχουμε και φυσικά, όπως και με κάθε άλλη δεξιότητα, πως μπορούμε να την αποκτήσουμε με την κατάλληλη καθοδήγηση.

Κανένας ασθενής δεν έρχεται στο γραφείο του θεραπευτή επειδή αισθάνεται πάντα χαρούμενος ή επειδή θέλει να απαλλαγεί από το να αγαπάει όλον τον κόσμο. Αντιθέτως έρχεται επειδή δεν αντέχει να βιώνει συναισθήματα όπως το μίσος, τον θυμό, το άγχος ή την λύπη. Το να πούμε σε έναν καταθλιπτικό ασθενή «σκέψου θετικά» μπορεί να κάνει περισσότερο κακό από καλό. Είναι συμβουλή που μπορεί να επιφέρει το αίσθημα πως κάνει κάποιο λάθος με το να αδυνατεί να πιστέψει στον εαυτό του ή να αισθανθεί χαρά.

Συζητώντας πρόσφατα με έναν ασθενή νεαρής ηλικίας που υποφέρει από διπολική διαταραχή, τον άκουσα με λύπη να λέει πως τις τελευταίες μέρες δεν αισθανόταν φυσιολογικά. Αναρωτήθηκα τι ακριβώς εννοούσε με αυτόν τον χαρακτηρισμό και άκουσα, όχι για πρώτη φορά είναι η αλήθεια, να μου απαντά πως δεν είχε πολύ όρεξη να σηκωθεί από το κρεβάτι, δεν είχε πολλή ενέργεια και πως δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί όπως «θα έπρεπε». Περάσαμε σχεδόν όλο το υπόλοιπο του χρόνου μας εξερευνώντας αυτήν την αντίληψη πως το θετικό είναι φυσιολογικό ενώ το αρνητικό όχι. Στην πραγματικότητα ο ασθενής αυτός είχε κάνει αρκετά πράγματα εκείνες τις ημέρες και δεν βίωνε κάποιο επεισόδιο. Προερχόμενος όμως από μία αρκετά δραστήρια προηγούμενη περίοδο συναισθηματικής υπερδιέγερσης αδυνατούσε να διαχειριστεί διαφορετικά το ότι το συναίσθημα και η ενέργεια του είχαν υποχωρήσει σε χαμηλότερα επίπεδα. Ήταν πεπεισμένος πως η υπερδιέγερση ήταν το φυσιολογικό, ενώ οποιαδήποτε άλλη ψυχική κατάσταση, ακόμα και αν δεν ήταν κατάθλιψη, την βίωνε ως αρνητική και άρα μη φυσιολογική.

Όσον αφορά στην κατάθλιψη, προσπαθώ πάντα να υποστηρίξω τους ασθενείς που πάσχουν από αυτήν με τέτοιον τρόπο ώστε να κατανοήσουν ότι δεν υπάρχει τίποτα το μη φυσιολογικό στο να αισθάνονται τα λεγόμενα «αρνητικά» συναισθήματα, μία αντίληψη αρκετά συχνή. Η αλήθεια είναι πως ιδιαίτερα οι ασθενείς με κατάθλιψη είναι πολύ περισσότερο συντονισμένοι στην πραγματική, ή ακόμα και φυσιολογική αν προτιμάτε, εμπειρία της ανθρώπινης ύπαρξης. Βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε έναν κύκλο αρνητικών συναισθημάτων από τον οποίο αδυνατούν να απεμπλακούν χωρίς αυτό να σημαίνει πως αυτά τα συναισθήματα δεν είναι φυσιολογικά.

Αυτήν την αντίληψη του μη φυσιολογικού, δυστυχώς, την μοιράζονται ακόμα και με ανθρώπους που μπορεί να μην πάσχουν από κατάθλιψη, αλλά απλά να βιώνουν έντονα κάτι το αρνητικό. Στην πραγματικότητα το να αρνούμαστε χώρο σε ένα τόσο αληθινό κομμάτι του εαυτού μας εγκυμονεί τον κίνδυνο να χάσουμε την επαφή όχι μόνο με την εξωτερική πραγματικότητα, αλλά και με ποιοί είμαστε εσωτερικά.

Το να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να βιώσει λύπη, φθόνο ή ζήλια χωρίς να προσπαθήσουμε να τα αποφύγουμε, δεν είναι μόνο ένδειξη συναισθηματικής ωριμότητας αλλά θα ανοίξει και τον δρόμο στην δυνατότητα λειτουργικής διαχείρισης τους. Με την βοήθεια ενός κατάλληλα εκπαιδευμένου ψυχοθεραπευτή, που δεν είναι κάτι άλλο από ένας πεπαιδευμένος «άρρωστος», θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε τέτοιου είδους συναισθήματα και άρα να μειώσουμε τον φόβο προς αυτά με όποιες τάσεις αυτό συνεπάγεται.

Θα καταφέρουμε έτσι ίσως να έρθουμε επιτυχώς αντιμέτωποι με τον ψυχικό πόνο, που αν και μας είναι δύσκολο να αντέξουμε, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξής μας. Άλλωστε δεν υπάρχει φως χωρίς σκοτάδι, αγάπη χωρίς μίσος ή χαρά χωρίς λύπη. Αν δεν επιτρέψουμε στον εαυτό μας να βιώσει όλο το φάσμα των ανθρώπινων συναισθημάτων δεν μπορούμε να έχουμε σημείο αναφοράς και σύγκρισης. Αν γυρίσουμε την πλάτη σε κάποια συναισθήματα εκφράζοντας εικονική θετικότητα, στην ουσία αυτό που κάνουμε είναι να αρνούμαστε την μισή μας ύπαρξη και άρα αυτό που πραγματικά είμαστε. Ουσιαστικά αν δεν βρούμε έναν τρόπο να τιμήσουμε τα αρνητικά συναισθήματα, αυτά θα συνεχίζουν να μας ταλαιπωρούν και εμείς δεν θα καταφέρουμε ποτέ να φτάσουμε στο «γνώθι σ’ αυτόν», καταδικάζοντας μας σε μια ζωή με μια ισορροπία τόσο εικονική όσο και η εικονική θετικότητα που κατακλύζει τα μέσα μαζικής δικτύωσης στις μέρες μας.

Γράφει ο Απόστολος Φούρναρης

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ