Ο αθέμιτος βιομηχανικός ανταγωνισμός από την Κίνα


Οι προοπτικές για την ευρωπαϊκή βιομηχανία είναι ανάμικτες. Σε κάποιους κλάδους, όπως στο αλουμίνιο, η διεθνής ζήτηση ανεβαίνει διαρκώς. Ωστόσο, ακόμα και στους κλάδους όπου η συγκυρία είναι ευνοϊκή, η ευρωπαϊκή μεταποίηση δείχνει να υποφέρει, καθώς η ανταγωνιστικότητά της πλήττεται από το υπερβάλλον ρυθμιστικό κόστος έναντι των ανταγωνιστών της. Για να ξαναγυρίσουμε στο παράδειγμα του αλουμινίου, ενώ η πρωτογενής ευρωπαϊκή παραγωγή ανερχόταν σε 3 εκατ. τόνους το 2002, το 2017 έπεσε σε 2,1 εκατ. τόνους, με αποτέλεσμα η ευρωπαϊκή αγορά να εξαρτάται πλέον κατά 70% από εισαγωγές.

Οι αιτίες αυτής της παράδοξης παρακμής είναι τόσο δομικές όσο και εξωγενείς. Δομικά, το κυριότερο ανταγωνιστικό μειονέκτημα είναι το έμμεσο κόστος παραγωγής που αντιπροσωπεύει η τιμή της ενέργειας, ιδίως σε ενεργοβόρους βιομηχανικούς κλάδους. Σ’ αυτό το ζήτημα, η ευρωπαϊκή πολιτική καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής μέσω του μηχανισμού επιβολής πλαφόν στα δικαιώματα εκπομπής αερίων θερμοκηπίου και εμπορικής ανταλλαγής αυτών (ETS – Emission Trading System) συμβάλλει κατά πολύ στην αύξηση της τιμής της ενέργειας.

Επιπροσθέτως, η ευρωπαϊκή ήπειρος είναι σχετικά φτωχή σε κοιτάσματα πρώτων υλών και η Ε.Ε. δεν έχει ακόμα προωθήσει επιθετικά, ως όφειλε, μια πολιτική πρόσβασης σε ακατέργαστα υλικά (raw materials) απαραίτητα για τη βιομηχανική παραγωγή, αφήνοντας κυρίως τους Κινέζους ανταγωνιστές να «αλωνίζουν» στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Η βιωσιμότητα όμως της ευρωπαϊκής μεταποίησης εξαρτάται και από τον εξωγενή παράγοντα του ανεμπόδιστου οικονομικού και περιβαλλοντικού dumping της Κίνας -η οποία θεωρείται πλέον «στρατηγικός αντίπαλος» της Ένωσης- προς ενίσχυση της εγχώριας βιομηχανίας της. Οι κινεζικές μονάδες παραγωγής επωφελούνται από μαζικές κρατικές ενισχύσεις και από την έλλειψη αυστηρών περιβαλλοντικών προδιαγραφών που να εσωτερικεύουν το κόστος παραγωγής, ενώ ταυτόχρονα η αγορά είναι πλήρως διεθνοποιημένη. Αυτοί όμως οι παράγοντες, σε συνδυασμό με την πολύ αυστηρή πολιτική απαγόρευσης κρατικών ενισχύσεων στην ευρωπαϊκή αγορά, συνιστούν ξεκάθαρα αθέμιτο ανταγωνισμό.

Η λύση δεν είναι, προφανώς, ο περιορισμός του διεθνούς εμπορίου με μονομερή διοικητικά μέτρα, όπως επιχειρεί αυτοκαταστροφικά ο πρόεδρος Τραμπ. Η λύση πρέπει να είναι η εξαγωγή των αυστηρών απαιτήσεων του δικαίου ανταγωνισμού από την εσωτερική αγορά στο εμπόριο με τις τρίτες χώρες που δεν διστάζουν να δημιουργούν ακόμα και συνθήκες υπερπροσφοράς προκειμένου να μειώνουν τεχνητά τις τιμές τους. Τα επόμενα χρόνια, η βασική ίσως υποχρέωση της Ε.Ε. έναντι των Ευρωπαίων πολιτών αναφορικά με την οικονομική πολιτική θα είναι η δυναμική προώθηση της ατζέντας του δίκαιου διεθνούς εμπορίου μέσω του κατεξοχήν πολυμερούς διεθνούς οργανισμού, που είναι ο ΠΟΕ.

Εν αναμονή μιας ευνοϊκότερης πολιτικής συγκυρίας για τον συνολικό ανασχεδιασμό του παγκόσμιου εμπορίου, η Ε.Ε. υπέγραψε με την Κίνα μια κοινή διακήρυξη την Τρίτη 9 Απριλίου, μετά από πολλά χρόνια διαπραγματεύσεων. Για να υπογραφεί αυτή η διακήρυξη, η Κίνα έκανε κάποιες υποχωρήσεις. Οι κυριότερες εξ αυτών αφορούν τα ζητήματα των κινεζικών βιομηχανικών επιδοτήσεων και της ισχύος των κανόνων του πολυμερούς εμπορίου. Αναφορικά με τις επιδοτήσεις, η Κίνα αποδέχθηκε τη συμπερίληψη μιας μνείας στο «δίκαιο ανταγωνισμό σε ανταγωνιστικούς τομείς», δηλαδή στους τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, εντατικοποιώντας τις διαπραγματεύσεις της κοινής ομάδας εργασίας Ε.Ε.-Κίνας για τη μεταρρύθμιση του ΠΟΕ.

Επίσης, η Κίνα δέχθηκε να εργαστεί από κοινού με την Ε.Ε. στο πλαίσιο του ΠΟΕ και για τη ρύθμιση επιδοτούμενων τομέων προστατευόμενης οικονομίας, όπως η προστασία των απολυόμενων εργαζομένων και η αγροτική παραγωγή. Αναφορικά με τους διεθνείς κανόνες, η διακήρυξη κάνει μνεία στον «σεβασμό για το διεθνές δίκαιο και τους θεμελιώδεις κανόνες που διέπουν τις διεθνείς σχέσεις, με τον ΟΗΕ στον πυρήνα τους».

Είναι σαφές ότι οι νέες απειλές του προέδρου Τραμπ για επιβολή δασμών 11 δισ. ευρώ στις ευρωπαϊκές εξαγωγές ως εμπορικά αντίποινα για επιδοτήσεις στην Airbus έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξομάλυνση των διμερών διαφορών Ε.Ε.-Κίνας και την υπογραφή της κοινής διακήρυξης. Η αλήθεια είναι ότι, παρά τις κάποιες βελτιώσεις, δύο σημαντικά αγκάθια παραμένουν: η υποχρεωτική μεταφορά τεχνολογίας και η πρόσβαση των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων στην κινεζική αγορά. Ενώ το κείμενο της διακήρυξης περιλαμβάνει τη μνεία «τα δύο συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν ότι δεν θα πρέπει να υπάρχουν υποχρεωτικές μεταφορές τεχνολογίας», εννοώντας ότι η εγκατάσταση ευρωπαϊκών επιχειρήσεων στην Κίνα δεν θα πρέπει υποχρεωτικά να συνοδεύεται από τη μεταβίβαση βιομηχανικών και επιχειρηματικών μυστικών στις τοπικές αρχές, λείπει οποιαδήποτε μνεία σε διαδικασίες για την εφαρμογή αυτής της νέας απαγόρευσης.

Όσο για την άνιση πρόσβαση των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων στην κινεζική αγορά, ιδίως στις κινεζικές δημόσιες προμήθειες, τα δημόσια έργα και γενικότερα τις δημόσιες συμβάσεις, τα δύο μέρη απλώς αναλαμβάνουν την υποχρέωση να έχουν καταλήξει σε μία συνολική επενδυτική συμφωνία μέχρι και το 2020 εν όψει της επόμενης διμερούς συνόδου κορυφής τους. Ωστόσο, και πάλι λείπει οποιαδήποτε αναφορά σε κάποιον σαφή μηχανισμό ή σχέδιο δράσης ή οδικό χάρτη για τη σταδιακή άρση των διοικητικών εμποδίων που προστατεύουν την κινεζική αγορά απ’ τον διεθνή ανταγωνισμό. Συνοπτικά, παρατηρούμε μια εξομάλυνση μαζί με υποσχέσεις μελλοντικής ρύθμισης των διμερών εμπορικών και επενδυτικών σχέσεων. Είναι ένα βήμα βελτίωσης, αλλά όχι ακόμα αρκετό για να περάσουμε από τον ιδεαλισμό των γενικών αρχών στον ρεαλισμό της υλοποίησης.

Tου Ιωάννη Παπαδόπουλου, αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ