Vanessa Grigoriadis: H Ελληνίδα που τόλμησε να… «βιάσει» τη Madonna (photos)


Πώς το ελληνικό DNA της διάσημης ρεπόρτερ των New York Times, του Vanity Fair και του Rolling Stone έγινε ο φόβος και ο τρόμος των διασήμων;

Είναι ήδη 40 χρονών αλλά μοιάζει με κοριτσάκι.

Ίσως στα ελληνικά χαρακτηριστικά της (νεανικό βλέμμα, μπουκλωτό μαλλί, παρουσιαστικό που παραπέμπει στη μυκηναϊκή Κρήτη) να οφείλεται το γεγονός ότι η Βανέσα Γρηγοριάδη μπορεί να παραπλανά τους συνεντευξιαζόμενους φαντάζοντας σχεδόν ακίνδυνη.

Ωστόσο, όλοι γνωρίζουν ότι η ελληνικής καταγωγής δημοσιογράφος του «Vanity Fair», των «New York Times», του «New York» και του «Rolling Stone» -για να απαριθμήσουμε μερικά μόνο από τα ΜΜΕ με τα οποία συνεργάζεται- είναι η καλύτερη στο είδος της. Αλλωστε, η πρωτεργάτρια του κινήματος #MeToo με την πολίτικη καταγωγή είναι γνωστή για τις φαρμακερές δηλώσεις της περί «βαρετών σελέμπριτι».

Χωρίς να περιορίζεται σε έναν τομέα, μονίμως περίεργη για τα πάντα και ερευνώντας σε βάθος τον άνθρωπο που έχει απέναντί της, είτε πρόκειται για διάσημο είτε για την πιο ανώνυμη φοιτήτρια, η Vanessa Grigoriadis έχει καταφέρει να θεωρείται από τις καλύτερες δημοσιογράφους της Αμερικής. Οι διάσημοι παρακαλάνε για ένα μονόστηλό της, όπως η Μπρίντνεϊ Σπίαρς που της χάριζε 2 εκατ. δολάρια για ένα θετικό κείμενο, ενώ άλλοι τη μισούν ακριβώς εξαιτίας της επιδραστικότητάς της: η Γκουίνεθ Πάλτροου απαίτησε να αποσυρθεί ένα πολυσέλιδο κείμενο προτού καν δημοσιευτεί και τώρα η Μαντόνα ισχυρίζεται ότι δεν είναι η κακή της εμφάνιση στο Ισραήλ που έχει οδηγήσει στην καταρράκωσή της, αλλά η ελληνικής καταγωγής Βανέσα Γρηγοριάδη.

Όπως δήλωσε η διάσημη τραγουδίστρια στον λογαριασμό της στο Instagram για το κείμενο που δημοσίευσε η Γρηγοριάδη στους «New York Times», αφού φρόντισε -κάτι που κάνει πάντα- να περάσει πολλές μέρες δίπλα στη Μαντόνα: «Το να πω ότι απογοητεύτηκα με το άρθρο είναι λίγο. Φαίνεται πως δεν μπορείς να φτιάξεις την κοινωνία και την ατέρμονη ανάγκη της να υποτιμά, να δυσφημίζει και να υποβαθμίζει εκείνο που γνωρίζει πως είναι καλό. Ειδικά τις ισχυρές, ανεξάρτητες γυναίκες».

Η αλήθεια είναι ότι φαντάζει τουλάχιστον αστείο να κατηγορεί κανείς τη Γρηγοριάδη, πόσο μάλλον η Μαντόνα, για μισογυνισμό, αφού ήταν από τις πρώτες που στήριξαν κινήματα κατά της γυναικείας κακοποίησης, προτού καν αναδειχθεί το #Metοο, και των μαζικών κινητοποιήσεων. Το βιβλίο της Βανέσας Γρηγοριάδη «Blurred Lines: Rethinking Sex, Power, and Consent on Campus» εκδόθηκε τον Σεπτέμβριο του 2017, αν και επρόκειτο για μια δουλειά που τα αποτελέσματά της είδαν το φως της δημοσιότητας πολύ πρωτύτερα. Ήταν η πρώτη φορά που αποκαλύφθηκαν ονομαστικά περιπτώσεις γυναικείας παρενόχλησης και κακοποίησης οδηγώντας μάλιστα στα δικαστήρια πολλούς από τους υπευθύνους. Το βιβλίο διερευνούσε σε βάθος τον τρόπο που λειτουργούν τα πανεπιστήμια και τα κολέγια σε βάρος των γυναικών, καθώς οι φοιτήτριες υφίστανται εκεί σεξουαλικές παρενοχλήσεις κατ’ εξακολούθηση, φτάνοντας σε σημείο να εμφανίζουν οι ίδιες επιθετικότητα απέναντι σε συμφοιτήτριές τους ως εκδηλώσεις άμυνας. Ολο αυτό τον φαύλο κύκλο της ψυχολογικής και σωματικής βίας εξετάζει στο βιβλίο της η δημοσιογράφος, ερευνήτρια και πλέον συγγραφέας, κάνοντας εξονυχιστική έρευνα και αναγκάζοντας θύτες να αποκαλυφθούν και να ονοματιστούν. Απόφοιτος και η ίδια του Χάρβαρντ, ήξερε πώς λειτουργούν αυτές οι ιστορίες πίσω από τα έδρανα και τις κλειστές πόρτες.

«Νιώθω σαν βιασμένη από τη Γρηγοριάδη»

Γι’ αυτό ακριβώς είναι αστείο η Μαντόνα να την κατηγορεί τώρα για μισογυνισμό και επιθετικότητα. Για την ακρίβεια, η διάσημη τραγουδίστρια ομολόγησε στον λογαριασμό της ότι νιώθει «σαν βιασμένη» και πως λυπάται που πέρασε «έστω και πέντε λεπτά μαζί της». Η οργή της ήταν εμφανής καθώς έλεγε ότι «η δημοσιογράφος που έγραψε αυτό το άρθρο πέρασε ημέρες, ώρες και μήνες μαζί μου. Προσκλήθηκε σε έναν κόσμο που πολύς κόσμος δεν έχει την ευκαιρία να δει, αλλά επέλεξε να εστιάσει σε ασήμαντα και επιφανειακά ζητήματα, όπως η καταγωγή του κασκαντέρ μου, το ύφασμα στις κουρτίνες μου και ατελείωτα σχόλια πάνω στην ηλικία μου, η οποία δεν θα είχε καν αναφερθεί αν ήμουν άντρας». Και συνέχισε: «Με κάνει να νιώθω σαν βιασμένη. Και ναι, μου επιτρέπεται να χρησιμοποιήσω αυτή την αντιστοιχία εφόσον έχω βιαστεί στα 19 μου. Μια επιπλέον απόδειξη ότι οι “New York Times” είναι από τους κύριους εκφραστές της πατριαρχίας. Και λέω: Θάνατος στην πατριαρχία που έχει ποτίσει βαθιά τον κοινωνικό ιστό».

Το να μετατρέπεται σε θύμα μια τόσο ακλόνητη από το βάθρο της διασημότητα όπως η Μαντόνα μπορεί να μοιάζει παράδοξο, ωστόσο δεν φαίνεται το ίδιο με περιπτώσεις όπως η Μπρίντνεϊ Σπίαρς, την οποία η Γρηγοριάδη περιέγραψε ως «τελειωμένη, μανιακή καπνίστρια με βρόμικα νύχια» σε ένα από τα πιο σκληρά κείμενά της για διάσημη προσωπικότητα. Γιατί μπορεί να περνάει με όλους αυτούς τους διάσημους μέρες -κάτι που επιτρέπουν τελικά μονάχα σε αυτήν-, να κοιμάται στις πολυτελείς βίλες τους, να ταξιδεύει με τα λίαρ τζετ τους και να τρώει στα χρυσά τους πιάτα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μαγεύεται από αυτούς – ούτε τους χαρίζεται. Αυτό που έχει για εκείνη σημασία είναι να συνταχθεί ένα συναρπαστικό κείμενο, μια σε βάθος έρευνα και να έρθει εις πέρας μια επισκόπηση -αληθινό ολόγραμμα- της προσωπικότητας του ανθρώπου που έχει απέναντί της. Για τον σκοπό αυτό μπορεί να ασχολείται με ένα μόνο κείμενο για μέρες, μήνες, ενδεχομένως και ολόκρηρο χρόνο.

Τα δημοφιλέστατα κείμενα της Βανέσας Γρηγοριάδη δεν είναι ποτέ δισέλιδα – φτάνουν να μετατρέπονται σε μικρές διατριβές, οι οποίες ωστόσο δεν αφήνουν έξω ποτέ πικάντικες λεπτομέρειες όπως ότι η Kέιτι Πέρι είναι σκληρή επιχειρηματίας και ότι είχε μανία να αναζητά στο Google τι γράφουν γι’ αυτήν και τον Ράσελ Μπραντ ή ότι η Μπρίτνεϊ Σπίαρς έκανε μαζική αποστολή καρτών στον εαυτό της την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου.

Για μια δημοσιογράφο του διαμετρήματος της Γρηγοριάδη, η ενδεχόμενη παρεξήγηση είναι απλή λεπτομέρεια μπροστά στην αναζήτηση της αλήθειας ή μάλλον του επίμαχου εκείνου σημείου που θα βοηθήσει να φωτιστεί ολόπλευρα η προσωπικότητα με τα πλεονεκτήματα και ελαττώματά της, τα θετικά σημεία και τα λάθη της. Με τη μανία του φυσιοδίφη, η Γρηγοριάδη περνάει μερόνυχτα πάνω από το laptop της, στο μικρό της διαμέρισμα στο Σόχο του Μανχάταν, ζυγίζοντας την αρμονία των λέξεων και αναπαριστώντας ανάγλυφα το σκηνικό που θα ταρακουνήσει τον αναγνώστη. Σε εποχές όπου πολλοί επιμένουν ότι τα παραδοσιακά ΜΜΕ πνέουν τα λοίσθια και ότι η είδηση γίνεται γνωστή μέσα από το Ιντερνετ, η ελληνικής καταγωγής Βανέσα επιμένει στη διερευνητική, εξονυχιστικά μελετημένη δημοσιογραφία και στυλάτη πρόζα. Αυτά τα δύο είναι τα ατού της, λένε οι αναγνωρισμένοι συνάδελφοί της στην Αμερική, τα αφεντικά και οι παράγοντες σε όλα τα Μέσα με τα οποία συνεργάζεται.

Ήταν επίσης εκείνη που αποκάλυψε ότι η Εϊμι Γουάινχαουζ ήταν στα τελευταία της λίγες ημέρες προτού πεθάνει, περιγράφοντας με ακρίβεια όλο αυτό το σύστημα που εκμεταλλευόταν το ταλαιπωρημένο από τις ουσίες σώμα της. Και ήταν επίσης εκείνη που χωρίς καμία έκπτωση περιέγραψε, καλύτερα και από τους ανθρώπους της μόδας, τον Καρλ Λάγκερφελντ αποσπώντας μάλιστα για εκείνο το άρθρο της το 2007 το βραβείο National Μagazine Award – το αντίστοιχο Πούλιτζερ.

«Είμαι περήφανη που είμαι Ελληνίδα»

Σήμερα η Βανέσα Γρηγοριάδη, έχοντας χτίσει μια άκρως εντυπωσιακή καριέρα σε εποχές πολύ δύσκολες για τα media, εξακολουθεί να αναφέρει διαρκώς την ελληνική καταγωγή της και να δηλώνει περήφανη που είναι Ελληνίδα και ότι η εθνική μας κληρονομιά αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του έργου της. «Πιστεύω στην αξία της σκληρής δουλειάς αλλά και της ανεξάρτητης σκέψης που είναι στοιχείο του ελληνικού μου DNA», έχει δηλώσει στον «Εθνικό Κήρυκα». Αυτές τις αρχές τής εμφύσησαν οι γονείς της φροντίζοντας για τη μόρφωσή της, η οποία εμπλουτίστηκε από άπειρα διαβάσματα αλλά και από μαθήματα μουσικής, χορού και πιάνου. Ο πατέρας της ήταν Ελληνας Κωνσταντινουπολίτης και η μητέρα της ελληνικής καταγωγής, μεγαλωμένη ωστόσο στο Νιου Τζέρσεϊ. Οσο για τον άνδρα της, μπορεί να είναι Αμερικανός, αλλά δέχτηκε ασμένως να δώσουν στη μικρή κόρη τους ελληνικό όνομα και να την πουν Ολυμπία, «κάτι που ευτυχώς δεν παραπέμπει σε κάποια δυσοίωνη Ελληνίδα θεά», όπως δήλωσε η ίδια η μαμά πλέον Γρηγοριάδη, εξηγώντας την απόφασή της. Σε κάθε περίπτωση, μακριά από δεισιδαιμονίες και προκαταλήψεις, στο τέλος θα πιστεύει ότι το πραγματικό θεϊκό υπόβαθρο είναι το ελεύθερο σθένος που της εμφύσησε η ελληνική ανατροφή και η βαθιά πεποίθηση ότι αν οι Αρχαίοι Ελληνες θεοί κατοικούν ακόμα ανάμεσά μας, σίγουρα δεν έχουν το πρόσωπο των διάσημων, για τους οποίους πιστεύει ότι είναι στις περισσότερες περιπτώσεις «απλώς βαρετοί». Αν το λέει η Βανέσα, κάτι θα ξέρει. Και από αυτό δεν εξαιρείται, καθώς φαίνεται, ούτε η Παναγία-Μαντόνα.

Πηγή: ProtoThema


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ