Ένα παιδί Χριστούγεννο


Ένα κείμενο με αλήθειες ψυχής. Όταν η σκληρή πραγματικότητα και οι τραυματικές εμπειρίες μεταμορφώνονται σε δύναμη, τόλμη, συγχώρεση και φυσικά αγάπη…

Της Ζήνας Κουτσελίνη
Από μικρή, θυμάμαι, αγαπούσα πολύ τα Χριστούγεννα. Ήταν τα πολύχρωμα φωτάκια, οι μπάλες που τότε έσπαγαν, η κορυφή του δέντρου, και κάτι στολίδια μοναδικά, σαν έργα τέχνης. Ξετρελαινόμουν. Περίμενα κάθε μέρα το σούρουπο να ανάψω τα πολύχρωμα φωτάκια και να με ταξιδεύει το φως τους. Κοιτούσα επίμονα τα φωτάκια μαργαρίτα ή φαναράκια, και νόμιζα πως άδειαζα την ψυχή μου.

Με έχω χαρακτηρίσει χρόνια τώρα «παιδί Χριστούγεννο». Δεν υπάρχει χρονιά που να μην έχω στολίσει όλο το σπίτι, ακόμη και όταν τα οικονομικά μου ήταν πολύ δύσκολα. Τα μετρούσα, για να βγάλω την εβδομάδα. Κι όμως. Έδωσα τα χρήματα του μήνα να αγοράσω δέντρο και στολίδια, και είπα κάτι θα βρω να φάω.

Το δέντρο είναι ριζωμένο βαθιά στα παιδικά μου χρόνια. Εκεί κρύβεται όλη η δύναμή μου. Το στόλιζα μόνη μου, και κάποιες χρονιές με την κυρα-Λένη μου, όταν τα πόδια της και η μέση της ήταν κάπως καλύτερα. Είχε δισκοπάθεια βαριάς μορφής και τις περισσότερες μέρες μπουσούλαγε από τον πόνο.

Το σπίτι το καθάριζα μόνη, με χλωρίνη παντού, κι ας ήμουν μόλις επτά ετών. Αυτή η μυρωδιά μού βγάζει καθαριότητα, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Στα τζάμια έβαζα τα αυτοκόλλητα, και έκανα σχέδια με το σπρέι. Μετά έβγαζα από το κουτί τα στολίδια και έμπαινα στην ιεροτελεστία του δέντρου. Άνοιγα τα κλαράκια, έβαζα τα φωτάκια, καθόμουν, τα καμάρωνα, και μετά έβαζα τα στολιδάκια μου, τη φάτνη, τον φουσκωμένο πλαστικό Άγιο Βασίλη.

Ήταν ολόκληρη διαδικασία για μένα. Ήμουν παιδί στην ψυχή, ενήλικας στη ζωή.

Όταν το ολοκλήρωνα, έβγαινα έξω από το σπίτι μας στη Σκόπελο και έβλεπα πώς φαίνεται από το παράθυρο. Το χάζευα, καμαρώνοντας. Καθόμουν στα σκαλάκια της γειτόνισσας και περίμενα να την ακούσω να μου λέει «πάλι έκανες το θαύμα σου».

Η κυρα-Λένη μου δούλευε στα πολυκαταστήματα της που είχαμε, και αυτές τις μέρες η δουλειά ήταν στο φουλ. Ούτε που το παρατηρούσε το δέντρο. Μόνο εγώ της έλεγα «μαμάκα μου, το στόλισα». «Κοριτσάκι μου», μου έλεγε εκείνη κι εγώ έλιωνα.

Μόνο για να μου μαγειρεύει έβρισκε χρόνο. Ήμουν τόσο αδύνατη, που μ’ έπαιρνε ο αέρας.

Ο μπαμπάς ήταν παρέα με το πάθος του. Στο καφενείο, να πίνει ανάλογα την ώρα ή τσάι με κονιάκ ή τσίπουρο ή μπύρα ή κρασί. Ερχόταν «φτιαγμένος», κι εγώ καθημερινά έτρεμα να μην το ρίξει κάτω από το μεθύσι του. Ήξερε πως ήταν η χαρά μου. Ήξερα πως με αγαπούσε όσο τίποτα άλλο στη ζωή του. Κι όμως, κάθε χρόνο γκρέμιζε ό,τι αγαπούσα. Ήταν το άτιμο αλκοόλ που κυρίευε τη ζωή του.

Μέχρι τα δεκατρία μου που «έφυγα» από το σπίτι, μετά από προτροπή και επιμονή της μητέρας μου να βρω την ηρεμία μου, έστω και μακριά της για να μην καταστρέψω τη ζωή μου, δεν θυμάμαι κάποια χρονιά να μην γκρέμισε το δέντρο μου.

Θυμάμαι, έκλαιγα, δεν μπορούσα να του το συγχωρήσω. Γιατί, ενώ μ’ αγαπούσε τόσο πολύ και ήμουν η αδυναμία του, με πονούσε;

Την άλλη μέρα το πρωί, η θέα του γκρεμισμένου δέντρου με τα φωτάκια αναμμένα στο πάτωμα, τη φάτνη σκόρπια και τις μπάλες σπασμένες δεν θα την ξεχάσω ποτέ.

Περίμενα να ανοίξει το μοναδικό μαγαζί στη Σκόπελο που είχε χριστουγεννιάτικα στολίδια, «Ο Παπαλιώσσας», και να αγοράσω πάλι τα πάντα από την αρχή.

Το ένα από τα μαγαζιά μας ήταν δίπλα-δίπλα. Ήξεραν πως πάλι γκρεμίστηκε το δέντρο. Με κοιτούσαν και έδειχναν ότι με καταλάβαιναν. Μια υπάλληλός τους, η Κλαίρη, με κοιτούσε με κατανόηση. Δεν έλεγε πολλά. Ήξερε, το ζούσε.

Κανένας δεν με ρώτησε ποτέ πού έβρισκα τα χρήματα. Άλλωστε, η οικονομική μας κατάσταση ήταν πολύ καλή τότε. Έπαιρνα από το συρτάρι μας, στο ταμείο του μαγαζιού που ήταν η μαμά, όσα ήθελα και κανείς δεν καταλάβαινε ότι έλειπαν κάποια. Ποτέ στα παιδικά μου χρόνια, έως τα δεκαπέντε μου, δεν μου έλειψαν.

Αγόραζα τις ωραιότερες πάλι μπάλες, παιχνιδάκια, και έτρεχα στο σπίτι να ξαναστήσω το δέντρο. Να το σηκώσω πάλι όρθιο. Όταν το τελείωνα, πήγαινα πάλι στα σκαλάκια και το καμάρωνα. Λίγα δάκρυα έφευγαν από τα μάτια μου, όπως και τώρα που γράφω το κείμενο, αλλά γρήγορα έλαμπαν πάλι.

Ο μπαμπάς ερχόταν και το έβλεπε πάλι όρθιο, κι εμένα χαρούμενη. Ποτέ δεν του επέτρεψα να μου γκρεμίσει το χριστουγεννιάτικο όνειρο, το φως που έβγαζαν τα φωτάκια και με φώτιζαν. Τότε, του κάκιωνα πολύ. Ως παιδί δεν μπορούσα να διαχειριστώ την πράξη του. Δεν μπορούσα να καταλάβω ότι η εξάρτησή του από το αλκοόλ ήταν σημαντικότερη από το δικό μου φως των Χριστουγέννων. Δεν ένιωθα το πάθος του.

Σήμερα όμως ξέρω πως εκείνο το γκρεμισμένο δέντρο των παιδικών μου χρόνων έχει γίνει το σύμβολο της ζωής μου. Δεν έχω επιτρέψει σε κανέναν να μου γκρεμίζει το όνειρο, το δέντρο της ζωής μου. Έμαθα να μην το βάζω ποτέ κάτω και να βρίσκω πάντα τον δρόμο σε κάθε αδιέξοδο που συναντώ μπροστά μου.

Εκείνο το γκρεμισμένο δέντρο με τα αναμμένα φωτάκια στο πάτωμα με έκανε να λατρέψω πολύ σήμερα τον πατέρα μου, τον κυρ-Γιώργο μου, να τον αγαπήσω βαθιά, και να κατανοήσω το πάθος του. Λίγο καιρό πριν φύγει από τη ζωή –τότε εργαζόμουν για το Mega και την εκπομπή «Πρωινό Παράθυρο» με τον Γιάννη Δημαρά και την αείμνηστη Ρίκα Βαγιάνη–, η μητέρα μου μού έλεγε: «Περιμένει να δει το όνομά σου, να σε ακούσει το πρωί και μετά να πάει στο καφενείο».

Είχε κάνει μια έκπτωση στο πάθος του. Είχε βρει έναν τρόπο να είναι κοντά μου, κι ας έπινε πάλι. Μπορούσε το τσάι με κονιάκ να περιμένει έως τις δέκα το πρωί, που τελείωνε η εκπομπή.

Το δέντρο σ’ εκείνο το σπίτι κανείς δεν το στόλισε πια, και κανείς δεν το γκρέμισε, στα χρόνια που έφυγα μακριά τους. Εγώ όμως σήμερα του χρωστάω αυτό που είμαι. Μοιάζαμε εμφανισιακά σαν δυο σταγόνες νερό, ίσως και στον χαρακτήρα τελικά. Κάναμε πάντα αυτό που θέλαμε.

Αν σήμερα τον είχα εδώ στο γεμάτο φωτάκια και δέντρα σπιτικό μου, θα του έλεγα: «Γκρέμισέ το, μπαμπάκα μου, για να δεις πόσο δυνατή είμαι. Είμαι η Ζήνα σου, που κανείς δεν της χαλάει το όνειρο. Έλα, μπαμπά μου, να μου κάνεις μια αγκαλιά. Έλα να ανάψουμε μαζί τα φωτάκια. Ξέρω, δεν το ήθελες να το γκρεμίζεις, αλλά έλα και τώρα, να το γκρεμίσεις! Δεν φοβάμαι να γκρεμιστεί. Εσύ με έμαθες να το σηκώνω. Έλα, μπες από το τζάκι και σήμερα άναψε τα φωτάκια μου…»

Σε είδα που ήρθες, αλλά αυτήν τη φορά με χάιδεψες και μου είπες να μη φοβάμαι! Μπαμπά μου!»

Πηγή


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ